Τα βάζουμε σε κάθε χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, τα κερνάμε από εδώ και από εκεί, αναγνωρίζουμε τη μυρωδιά τους από χιλιόμετρα, χάνουμε το μέτρημα στο πόσα έχουμε φάει. Τρεις λέξεις, χίλια συναισθήματα: κουραμπιέδες, μελομακάρονα και δίπλες - τα πιο κλασικά γλυκά των Χριστουγέννων.

Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι, τουλάχιστον στον δικό μου περίγυρο, δηλώνουν «team μελομακάρονο», αν και προσωπικά δεν μπορώ να αντισταθώ σε έναν βουτυράτο κουραμπιέ, με ολόκληρο καβουρδισμένο αμύγδαλο. Το πιο ωραίο μπισκότο του κόσμου, που θα μπορούσα να απολαμβάνω όλη τη χρονιά.

Έχουμε ήδη γνωρίσει την ιστορία της βασιλόπιτας, που μας δίνει το έναυσμα για τη νέα χρόνια, αλλά καθώς οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα και οι δίπλες έχουν περάσει γενιές και γενιές, έχουν και αυτά τη δική τους ιστορία και αξίζει να τη γνωρίσουμε.

Κουραμπιές: Το γλυκό που συνδέθηκε με τη χαρά και την προσφορά  

Γλυκό που έρχεται από την Περσία, ο κουραμπιές έκανε την πρώτη του εμφάνιση τον 17ο αιώνα, οπότε και η ζάχαρη εξαπλώθηκε στην περιοχή. Ωστόσο, ήταν γλυκό ευρύτατα διαδεδομένο στη Μικρά Ασία και σήμερα στην Τουρκία, την Ελλάδα, την Κύπρο και τις Βαλκανικές χώρες, ενώ την καταγωγή του διεκδικεί και ο Λίβανος.

Ο κουραμπιές εξελίχθηκε σε διάφορες παραλλαγές και, μετά τον 19ο αιώνα ρίζωσε δυναμικά και στην ελληνική κουζίνα, ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους τεχνικές και συνταγές. Για παράδειγμα, οι Μικρασιάτες από την Καρβάλη της Καππαδοκίας δημιούργησαν στον Νομό Καβάλας το 1924 τη Νέα Καρβάλη και μαζί έφεραν και την παραδοσιακή τους συνταγή, που σήμερα είναι μία από τις πιο γνωστές.

Το όνομά του κουραμπιέ προέρχεται από το περσικό «qurabiye», που σημαίνει μπισκότο, γλύκισμα από αλεύρι, βούτυρο και άχνη ζάχαρη.

Στην Ελλάδα, ο κουραμπιές καθιερώθηκε ως χριστουγεννιάτικο γλυκό, αν και σε πολλά μέρη της χώρας προσφέρεται ως κέρασμα σε ιδιαίτερες περιστάσεις και κυρίως βαπτίσεις.

Και τι είναι τελικά; Ένα τραγανό μπισκότο που φτιάχνεται με βούτυρο πρόβειο ή αγελαδινό - υλικό που αποτελεί και τον μεγάλο πρωταγωνιστή, αφού η ποιότητά του καθορίζει τη γεύση και τη συνολική ποιότητα του κουραμπιέ -, μαλακό αλεύρι, αμύγδαλα και κάποιου είδους άρωμα, το οποίο είναι συνήθως ανθόνερο ή ροδόνερο. Σε κάποιες συνταγές, ανάλογα με την παράδοση του τόπου, προστίθεται μαστίχα Χίου, μαχλέπι ή κονιάκ. 

Το κατάλευκο χρώμα του δε, καθώς πασπαλίζεται με μπόλικη ζάχαρη άχνη, συμβολίζει και αυτό τη χαρά και την ευτυχία. Γενικά, ο κουραμπιές έχει ταυτιστεί με τις χαρμόσυνες στιγμές και έχει εξελιχθεί σε σύμβολο χαράς και φιλοξενίας. Ως έθιμο λοιπόν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παράδοσής μας και δεν λείπει σχεδόν από κανένα σπίτι καθ’ όλη την περίοδο των γιορτών.

Κουραμπιέδες

μελομακάρονα

Μελομακάρονο: Η μακαρία που έγινε ακαταμάχητο γιορτινό γλυκό

Το μελομακάρονο, αυτό το γεμάτο φθινοπωρινά και χειμωνιάτικα αρώματα γλυκό, που είναι σχεδόν ακατόρθωτο να του αντισταθεί κανείς, αποτελεί στην ουσία ένα έθιμο του οποίου η ιστορία χάνεται στους αιώνες.

Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του έχει να κάνει με την ετυμολογία της λέξης, η οποία δείχνει ότι - εν αντιθέσει με τον κουραμπιέ - αποτελεί ένα ελληνικό γλυκό. Παρ’ όλα αυτά, η ρίζα της λέξης έχεις να κάνει με κάτι δυσάρεστο και συγκεκριμένα προέρχεται από τη λέξη «μακαρωνία», ένα πιάτο που σερβιριζόταν στο νεκρώσιμο δείπνο, προκειμένου να μακαριστεί ο νεκρός. Η «μακαρωνία» με τη σειρά της, προέρχεται από ένα γλυκό που λεγόταν «μακαρία», ένα τελετουργικό ψωμάκι από σιτάρι, λάδι και μέλι, που προσφερόταν σε ιεροτελεστίες και τελετές που είχαν να κάνουν με την ανάπαυση της ψυχής. Αλλιώς, λέγεται και ψυχόπιτα. Η συγκεκριμένη είχε το σχήμα του σημερινού μελομακάρονου.

Η μακαρία αργότερα περιλούστηκε με μέλι και προστέθηκαν τα γνωστά μπαχαρικά - η κανέλα και το γαρίφαλο - και κάπως έτσι φτάσαμε στα μελομακάρονα που όλοι ξέρουμε και αγαπάμε.

Τα μελομακάρονα καθιερώθηκαν ως γλύκισμα του Δωδεκαημέρου (από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Θεοφάνια) από τους Μικρασιάτες Έλληνες και τους Κωνσταντινουπολίτες με το όνομα «φοινίκια», ενώ καθώς αποτελούν ένα γλυκό που περιέχει λάδι και όχι ζωικά προϊόντα, καταναλώνονται και καθ’ όλη τη διάρκεια της νηστείας των Χριστουγέννων. 

Και παρότι μπορεί να προέρχονται από μία δυσάρεστη ιστορία, σήμερα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της γιορτινής περιόδου, δεν λείπουν από κανένα σπίτι και γεμίζουν τον χώρο με τα πλούσια αρώματά τους από τα μπαχαρικά.

Φτιάχνονται με αλεύρι, ενίοτε σιμιγδάλι, ελαιόλαδο, κονιάκ, ζάχαρη, γαρίφαλο, κανέλα, χυμό πορτοκαλιού και αφού ψηθούν ακολουθεί το πολυαναμενόμενο σιρόπιασμα. Και βέβαια, γαρνίρονται με μπόλικο τριμμένο καρύδι. 

Τα μελομακάρονα, όπως και οι κουραμπιέδες, επιδέχονται παραλλαγών τα τελευταία χρόνια, κυρίως όμως όσον αφορά στην επικάλυψη, αφού πολλοί τα βουτούν σε σοκολάτα. Όμως συνήθως, το εσωτερικό παραμένει ίδιο, τόσα χρόνια μετά. Απλά, νηστίσιμα και νοστιμότατα, είναι απλά ακαταμάχητα!

δίπλες


Δίπλες: Όπου γάμος και γιορτές

Τραγανές και ταυτόχρονα μελωμένες, με μπόλικο τριμμένο καρύδι και ακόμη περισσότερες χαρούμενες αναμνήσεις πίσω τους. Οι δίπλες είναι παραδοσιακά κεράσματα της ελληνικής κουζίνας, ταυτισμένες με τα Χριστούγεννα, αλλά και τους γάμους. Ειδικά στην Πελοπόννησο, αποτελεί κλασικό κέρασμα σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις, αλλά και βαπτίσεις.

Αντίστοιχα, στην Κρήτη προσφέρουν τα ξακουστά ξεροτήγανα, που φτιάχνουν βέβαια και την περίοδο των γιορτών. Βασικές διαφορές τους από τις δίπλες είναι το σχήμα, καθώς συχνά η ζύμη τυλίγεται σε σπείρα αντί για φλογέρα, αλλά και ότι είναι νηστίσιμο γλυκό, αφού δεν περιέχουν αυγά.

Γενικώς, και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας οι δίπλες κατέχουν πρωταγωνιστική θέση σε περιστάσεις που έχουν να κάνουν με κάποια γιορτή, αφού συμβολίζουν τη γλύκα και την καλή τύχη. Τα Χριστούγεννα όμως, κατακλύζουν και τα ζαχαροπλαστεία.

Ζύμη λεπτή και γλυκιά, που τηγανίζεται, χρειάζεται την προσπάθεια και την υπομονή της για να αποκτήσει το χαρακτηριστικό σχήμα που διπλώνει - εξ ου και δίπλες - και περιχύνεται με μέλι και τριμμένο καρύδι.

Γενικώς, η τηγανητή ζύμη που συνδυάζεται με μέλι, αποτελεί μία ιδέα που εφαρμόζεται ήδη από την αρχαιότητα και μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Ο Αρχέστρατος, ο «πατέρας της γαστρονομίας» του 4ου αιώνα π.Χ., αλλά και άλλοι συγγραφείς της εποχής αναφέρουν παρασκευές από ζύμη που ψηνόταν ή τηγανιζόταν και κατόπιν τη σέρβιραν με μέλι και ξηρούς καρπούς. Με την πάροδο των χρόνων, οι ζύμες αυτές ξεκίνησαν να διπλώνονται και πήραν τη μορφή που έχουν σήμερα.