Στην Ελλάδα, το ψωμί παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής διατροφής, από τα χωριά μέχρι τις πολυσύχναστες πόλεις. Κατά μέσο όρο, κάθε Έλληνας καταναλώνει περίπου 70‑78 κιλά ψωμί τον χρόνο, αν και οι συνήθειες έχουν αλλάξει με το πέρασμα των δεκαετιών: παλιότερα, τη δεκαετία του 1950, η κατανάλωση ξεπερνούσε τα 200 κιλά ανά άτομο ετησίως. 

Ακόμη και στην Αρχαία Ελλάδα, το ψωμί (κυρίως από κριθάρι και αργότερα από σιτάρι) είχε κεντρική θέση στη διατροφή και στην κοινωνία. Οι φούρνοι λειτουργούσαν ως δημόσιοι χώροι, και μάλιστα ο Αθήναιος αναφέρει ότι υπήρχαν πάνω από 70 διαφορετικά είδη ψωμιού στην Αθήνα. Ο Όμηρος πάλι, μιλούσε για τους ανθρώπους ως «αρτοφάγους», υπογραμμίζοντας πόσο θεμελιώδες ήταν το ψωμί.

Σήμερα, η επιλογή του ψωμιού επηρεάζεται από τη διαθεσιμότητα, το κόστος και τις νέες διατροφικές τάσεις, με πολλούς να στρέφονται σε παραδοσιακά, υγιεινά ή «artisanal» ψωμιά. Παράλληλα, οι νέοι φούρνοι που ξεφυτρώνουν συνεχώς, από μικρά οικογενειακά έως και σύγχρονα «gourmet» αρτοποιεία, δείχνουν ότι το ενδιαφέρον για το ψωμί παραμένει ζωντανό και δημιουργικό.

Ψωμί

Η ποικιλία των ψωμιών στη χώρα μας είναι μεγάλη και κάθε τύπος έχει τη δική του ιστορία και χαρακτήρα. Τα πιο κλασικά ελληνικά ψωμιά και αρτοποιήματα, ωστόσο, είναι τα ακόλουθα:

  • Το χωριάτικο ψωμί, με την πυκνή ψίχα και την τραγανή κρούστα. Φτιαγμένο από αλεύρι σιταριού ή μείγματα σιτηρών, ψημένο παραδοσιακά σε ξυλόφουρνους, συνοδεύει τα περισσότερα γεύματα και παραμένει σύμβολο αυθεντικής ελληνικής γεύσης.
  • Τα ψωμιά με προζύμι, που χρησιμοποιούν φυσικό προζύμι αντί για μαγιά, έχουν γίνει εξαιρετικά δημοφιλή τα τελευταία χρόνια. Η αργή ωρίμαση προσφέρει πλούσια γεύση και καλύτερη διατήρηση, ενώ η παραδοσιακή μέθοδος παρασκευής τους τα φέρνει πιο κοντά στην ελληνική και διεθνή παράδοση.
  • Τα παξιμάδια, ξερά και διπλοψημένα, έχουν μακρά παράδοση στις νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές, καθώς προσφέρουν μεγάλη διάρκεια ζωής. Χρησιμοποιούνται για ντάκο ή ως συνοδευτικά φαγητών, ενώ η πρακτική τους διατήρηση τα καθιστά σύμβολο της ελληνικής φροντίδας για τα τρόφιμα.
  • Το ψωμί από ζέα έχει επανέλθει δυναμικά τα τελευταία χρόνια, χάρη στην αυξημένη ζήτηση για παραδοσιακά και υγιεινά προϊόντα. Το αρχαίο δημητριακό ζέα προσφέρει πιο έντονη, γεμάτη γεύση, μεγαλύτερη θρεπτική αξία και καλύτερη πέψη, και σήμερα φτιάχνεται συχνά σε bakeries με σπόρους και καρυκεύματα.
  • Η λαγάνα, εμφανίζεται παραδοσιακά την Καθαρά Δευτέρα, αλλά πολλοί φούρνοι τη διαθέτουν και όλο το χρόνο. Η ελαφριά της υφή και η τραγανή επιφάνεια την έχουν κάνει δημοφιλή όχι μόνο ως εορταστικό ψωμί, αλλά και ως απλό συνοδευτικό σε νηστίσιμα πιάτα.
  • Το κουλούρι, ξεκίνησε ως γρήγορο και πρακτικό πρωινό ή σνακ, κυρίως στις πόλεις και έγινε τόσο δημοφιλές που πλέον αποτελεί σύμβολο των αστικών δρόμων και των καθημερινών συνήθειων των Ελλήνων.
  • Το τσουρέκι, συνδέεται κυρίως με το Πάσχα, αλλά δεν υπάρχει φούρνος που να μην φτιάχνει τσουρέκια και τσουρεκάκια καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου. Η αφράτη υφή και η χαρακτηριστική πλεξούδα του το κάνουν αγαπητό όχι μόνο για την εορταστική του χρήση, αλλά και για την οικογενειακή του διάσταση, καθώς το ζύμωμα και το ψήσιμο αποτελούν συχνά οικογενειακή δραστηριότητα.
  • Τέλος, οι πίτες για σουβλάκι και γύρο δημιουργήθηκαν για να αντέχουν τη γέμιση και το ψήσιμο, αλλά έχουν καταστεί δημοφιλείς όχι μόνο στο street food, αλλά και για καθημερινή κατανάλωση σε σάντουιτς και σνακ, αποτελώντας έναν τρόπο σύνδεσης της παράδοσης με τις σύγχρονες ανάγκες.