Είναι μία απλή, συνηθισμένη καθημερινή, νωρίς το απόγευμα, κάπου στο 2013 και γυρίζοντας από τη σχολή και καθώς μπαίνω στο σπίτι βλέπω τη μητέρα μου πιστή στο ραντεβού, να πίνει τον απογευματινό της καφέ, όσο η Ελένη Ψυχούλη μέσα από την τηλεόραση γεμίζει το σπίτι με τη ζεστασιά της, με μυρωδιές και ωραίες, νόστιμες εικόνες, από τη συχνότητα του ΣΚΑΪ. Και κάπως έτσι, με τραβάει να καθίσω κι εγώ στον καναπέ και να τη χαζέψω. Και το κάνουμε αυτό πολλές φορές, όποτε έχουμε την ευκαιρία. Η εκπομπή «Σεφ στον Αέρα» είναι κάτι σαν καθημερινή ιεροτελεστία.
Η Ελένη κατάφερε να μπαίνει με αυτόν τον τρόπο καθημερινά στα σπίτια των Ελλήνων τηλεθεατών για 7 συνεχόμενα χρόνια και μερικά ακόμη έτη μετά από αυτό, βρίσκομαι σε ένα μαγειρείο στο Παγκράτι και την έχω απέναντί μου για να μιλήσουμε για τη ζωή, την καριέρα στη δημοσιογραφία, τα ατελείωτα ταξίδια της, τις γεύσεις που αγαπά.
Προσιτή και ζεστή όπως τότε, αλλά και ακομπλεξάριστη, με τη σιγουριά, την αυτοπεποίθηση και αυτό το «ξέρω πολύ καλά τι κάνω και τι θέλω στη ζωή και τη δουλειά μου», που έρχεται ως φυσική απόρροια όλης αυτής της εμπειρίας στη δημοσιογραφία γεύσης: σχεδόν όλα τα έντυπα που πέρασαν από την ελληνική αγορά, βιβλία μαγειρικής, τηλεόραση και πολλά ακόμη, συμπληρώνουν το βιογραφικό της.
Η Ελένη του ωδείου και της τέχνης
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Άγνωστο για πολλούς, αλλά η Ελένη είναι άνθρωπος της τέχνης, με τη βούλα που λένε. Μεγάλωσε στο Βόλο και φοίτησε στη Γαλλική Ακαδημία της πόλης, ένα ευρωπαϊκό σχολείο «σαν τη μύγα μες το γάλα», όπως το χαρακτηρίζει η ίδια, σε μία επαρχιακή πόλη και μέσα στην Επταετία.
Παρ' όλα αυτά, το σχολείο αυτό την έκανε να ερωτευτεί τη γαλλική γλώσσα και το ανεξάρτητο πνεύμα του. «Ήταν τότε ένα αντιαυταρχικό σχολείο, όπου δεν είχαμε καν βαθμούς. Ρηξικέλευθο για την εποχή».
Κάπως έτσι, αργότερα σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου, αλλά και κλασικό πιάνο στο Εθνικό Ωδείο. Στη συνέχεια ήρθε η École Normale του Παρισιού. Εκεί έμεινε για 10 ολόκληρα χρόνια, ενώ δούλεψε για 16 χρόνια ως βοηθός του γνωστού γλύπτη με το καλλιτεχνικό όνομα «Τάκης», κυρίως σε εκδόσεις καταλόγων που αφορούσαν δημόσιες σχέσεις.
Τα ένδοξα Παρίσια
«Στο Παρίσι πέρασα μία μαγική περίοδο που χαρακτηριζόταν από δύο πράγματα: πολλή δουλειά και πολλά πάρτι. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να δουλεύω πολύ για να βγάζω χρήματα και να τα ξοδεύω στα clubs ή να παίρνω τα ρούχα που θέλω. Τότε δεν κοιμόμουν ποτέ. Πρώτη φορά μπήκα νύχτα στο κρεβάτι στο μαιευτήριο, όταν γέννησα το παιδί μου και ξαφνικά 12 η ώρα είχαν κλείσει τα φώτα και λέω “μα καλά, γιατί τα κλείνουν”; Για εμένα 12 η ώρα είναι ακόμη απόγευμα, ντύνομαι για να βγω. Εκείνη την εποχή ήταν όλοι έτσι. Αν δεν ήσουν ένα παιδί που η ιδιοσυγκρασία του ήταν να παντρευτεί και να βρει μία απλή δουλειά, ήσουν σαν εμένα».
Γυρνώντας στην Ελλάδα ασχολήθηκε επίσης με τις μεταφράσεις βιβλίων από τα γαλλικά στα ελληνικά και μετέφρασε περίπου 10 βιβλία, πριν η δημοσιογραφία μπει στη ζωή της. Το θέμα «κείμενο» όμως, όπως είναι κατανοητό, ήταν ήδη το δυνατό της σημείο.
«Όλα στη ζωή μου ήρθαν από τυχαίες συναντήσεις. Δεν έψαξα ποτέ τίποτα για δουλειά. Τώρα, στα 62 μου, έχω αναγκαστεί να ζητήσω δουλειά, όμως προφανώς δεν έχω πρόβλημα. Δυστυχώς, η εποχή της ευμάρειας, της δημιουργικότητας και των καλών απολαβών που ζήσαμε εμείς δεν υπάρχει πια και έτσι και εγώ ακολουθώ το ρεύμα. Είμαι άλλωστε survivor και πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει σε κάθε εποχή. Αυτό όμως που πρέπει να κάνουμε πέρα από το να προσαρμοζόμαστε, είναι να δίνουμε εμείς μία πρόταση για κάτι, όχι να περιμένουμε μόνο να μας δώσουν οι άλλοι δουλειά».
Και ξαφνικά… φαγητό
Για την ακρίβεια, το φαγητό δεν την ενδιέφερε καθόλου, όπως λέει. Μέχρι τα 30 της, η έννοια αυτή σχεδόν δεν υπήρχε στη ζωή της, παρά μόνο για λόγους επιβίωσης. «Στα 31 μου τέλειωσε αυτή η εποχή και το πάρτι, γιατί ξαφνικά ήρθε το rave, το οποίο σαν τάση μουσικά δεν με ενδιέφερε. Η εποχή άλλαζε και ξαφνικά άρχισαν να κλείνουν τα clubs. Τότε είπα, "πώς θα περνάω καλά στο εξής;" "Μήπως να ξεκινήσω να βγαίνω για φαγητό;" "Μήπως να αρχίσω να μαγειρεύω και να καλώ κόσμο στο σπίτι;" Τότε λοιπόν, ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος που ήταν φίλος μου, μου ζήτησε να ξεκινήσω να γράφω για εστιατόρια. Εγώ τότε είχα το δικό μου μπαρ και είδα το γράψιμο πιο πολύ σαν χόμπι και όχι σαν δουλειά, οπότε ξεκίνησα να γράφω. Είπα "ας κάνω κάτι καινούργιο". Δεν ήξερα καν αν μπορώ να γράψω, παρότι είχα διαβάσει πάρα πολύ στη ζωή μου. Και κάπως λειτούργησε. Είχα στόχο να γράφω εντελώς διαφορετικά από αυτά που διάβαζα μέχρι τότε για τα εστιατόρια. Κείμενα που θεωρούσα πολύ παλιακά και το έβαλα πείσμα να γράφω εναλλακτικά, πιο αληθινά κείμενα».
Το φαγητό έγινε για εκείνη τελικά μία ηδονή, την οποία μέχρι τότε δεν είχε ανακαλύψει. «Η γεύση έχει πολλά “πλοκάμια” που δεν βαριέσαι ποτέ. Όσοι άνθρωποι υπάρχουν, τόσες και οι γεύσεις», σημειώνει.
Η Πολίτισσα γιαγιά
Η μητέρα της, όπως λέει, επίσης δεν ασχολούνταν με το φαγητό. Η γιαγιά όμως με την οποία μεγάλωσε ήταν μία φοβερή, Πολίτισσα μαγείρισσα. Εκείνη από την άλλη, ήταν ένα περίεργο παιδί που δεν δοκίμαζε. Έζησε όμως μέσα σε ένα σπίτι γεμάτο μαγειρικές, αρώματα και γεύσεις. «Θυμόμουν απ’ έξω πάρα πολλές συνταγές και μπαίνοντας αργότερα στην κουζίνα προσπάθησα να αναπαράγω τη γεύση της γιαγιάς μου, όμως δεν κατάφερα. Εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν μπορείς να αναπαράγεις τη γεύση του άλλου. Μπορείς όμως να δημιουργήσεις τη δική σου, που θα θελήσει στη συνέχεια κάποιος άλλος να αναπαράγει. Και πάλι όμως, δεν θα τα καταφέρει και θα δημιουργήσει τη δική του και πάει λέγοντας».
Το ιμάμ, ο μουσακάς, το κατσικάκι στον φούρνο με πατάτες, οι λαχανοντολμάδες ήταν μερικές από τις σπεσιαλιτέ της γιαγιάς της, που η Ελένη θυμάται με νοσταλγία. «Δεν έκανε πολλά φαγητά, αλλά ό,τι έκανε ήταν απλά θεϊκό».
Όπως μου αποκαλύπτει, από εκείνη εμπνεύστηκε και τον τρόπο με τον οποίο μαγειρεύει. Αν δεν πάει η ίδια στην αγορά - και όχι στο σούπερ μάρκετ - να διαλέξει την πρώτη ύλη, να ψάξει και να βρει μία - μία τις ντομάτες και αν δεν βρει την εποχικότητα και τα σωστά υλικά, απλά δεν θα μαγειρέψει.
«Στην εποχή μας, ο κόσμος δεν ξέρει να ψωνίσει. Στο σούπερ μάρκετ, όλα υπάρχουν 12 μήνες τον χρόνο και όλα είναι ίδια. Εγώ μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου υπήρχε η μέρα που αποχαιρετούσαμε τις ντομάτες για τον χειμώνα. Τα υλικά του φαγητού μας ήταν πάντα εποχικά και καλοδιαλεγμένα. Χωρίς φυτοφάρμακα, από τον μικρό παραγωγό και είχαν μία άλλη νοστιμιά. Η γιαγιά μου ήταν πολύ αυστηρή σε αυτό. Αν δεν είχαν όλες οι ντομάτες το ίδιο σχήμα, τις γύριζε πίσω. Έπρεπε να υπάρχει ομοιομορφία, συμμετρία και κατ’ επέκτασιν, σωστό ψήσιμο. Αυτή είναι η ουσία της μαγειρικής. Είναι η φροντίδα στη λεπτομέρεια».
Εκτός από την εποχικότητα, ποιο είναι το μυστικό για ένα νόστιμο φαγητό για την Ελένη Ψυχούλη; Το αλάτι. Όσο και αν ακούγεται κλισέ, μετά την καλή πρώτη ύλη, έρχεται το σωστό αλάτισμα, τονίζει. «Ό,τι τεχνική και να χρησιμοποιήσουμε, αν το φαγητό δεν έχει αλατιστεί σωστά, έχει αποτύχει».
Το γεύμα που δεν αλλάζει με τίποτα
Το δικό της αγαπημένο φαγητό είναι το… βραστό αυγό. Τόσο απλά. «Αυτό των έξι λεπτών, σωστά αλατισμένο, με μία φέτα πολύ καλό ψωμί που μπορεί να περάσω λίγο από τη φρυγανιέρα. Και το καλοκαίρι, μία ωραία, φρέσκια και μυρωδάτη ντομάτα που θα αλατίσω σωστά. Δεν θέλω κάτι άλλο. Σιχαίνομαι τις περίπλοκες τεχνικές και τις συνταγές που έχουν άπειρα υλικά. Ο καλός μάγειρας, όσο μεγαλώνει πετά τη φλυαρία και τα περιττά. Στην αφαίρεση είναι η ομορφιά και η ουσία. Και ένα ακόμη μυστικό: να μαγειρεύεις τα φαγητά που σου αρέσουν. Εγώ, για παράδειγμα, δεν τρώω γλυκά, επομένως δεν φτιάχνω ποτέ. Ξέρω να το κάνω, αλλά δεν θα σε ενθουσιάσουν. Αν σου κάνω γεμιστά, μπάμιες ή ιμάμ θα γλείφεις τα δάχτυλά σου και μπορώ να στο πω, γιατί τα δουλεύω και τα εξελίσσω ανά τα χρόνια».
Οι περιπλανήσεις
Η Ελένη δεν οδηγεί από άποψη και περπατάει σε όλη την Αθήνα με τα πόδια. Άλλωστε, λατρεύει το ρεπορτάζ και αυτό περιλαμβάνει πολλή περιπλάνηση. Για εκείνη μία ιδανική ημέρα είναι αυτή που θα βγει στο κέντρο και θα ψάξει για νέες γεύσεις, αρώματα, θα δοκιμάσει, θα περιηγηθεί στην αγορά.
Ξέρει πού είναι οι αραβικές, οι ασιατικές, αλλά και οι παλιές ελληνικές γειτονιές. «Όταν δεν έχεις χρόνο ή χρήμα για να ταξιδέψεις, ένα σύντομο ταξίδι είναι να βγεις στο κέντρο και να αναζητήσεις τέτοια μέρη», λέει.
Είναι άνθρωπος που αγαπά το «έξω» και θα μπει σε κάθε μαγαζί που πουλά «τροφή». Από ασιατικό, μέχρι αραβικό και ανατολίτικο. Παγκόσμια πρωτεύουσα και σχολείο της γεύσης είναι για εκείνη η Κωνσταντινούπολη, όμως αν δεν μπορείς να πας μέχρι εκεί για να τη γνωρίσεις, η αμέσως πιο εύκολη λύση είναι η Θεσσαλονίκη, η οποία κρατά πολλά πράγματα ακόμη από την Πόλη.
Επίσης, αγαπά πολύ τη Μαροκάνικη κουζίνα, τις κουζίνες της Μέσης Ανατολής γιατί είναι κοντά στις ελληνικές γεύσεις, αλλά πιο αρωματικές και πιο «σοφές», ως προς τις τεχνικές.
Και η τηλεόραση;
«Η εικόνα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το γράψιμο, το οποίο έχει μία άλλη διάσταση που περιλαμβάνει τη φαντασία του αναγνώστη. Ό,τι και να διαβάσεις θα βάλεις πάντα ένα κομμάτι του εαυτού σου, ενώ η εικόνα δεν στο επιτρέπει αυτό, γιατί είναι αυταπόδεικτη».
Κι όμως, κάθε μέρα για 7 χρόνια, η Ελένη κατάφερνε να μας δίνει ένα κομμάτι του εαυτού της, μέσα από την εκπομπή «Σεφ στον Αέρα». Εκεί, με έναν διαφορετικό καλεσμένο κάθε φορά μαγείρευαν μαζί, γελούσαν και μας έκαναν να χαλαρώνουμε και να ξεχνιόμαστε.
«Με συγκινεί πάρα πολύ αυτό που μου λέει ακόμη ο κόσμος: "σε βλέπαμε κάθε μέρα και μας έπαιρνε ο ύπνος". Άλλος μπορεί να προσβαλλόταν, αλλά το γεγονός ότι ο κόσμος που με έβλεπε χαλάρωνε τόσο πολύ, μέχρι να τον πάρει ο ύπνος, για εμένα είναι κομπλιμέντο. Οι τηλεθεατές κατάλαβαν τη δουλειά μου και αυτό για εμένα είναι μεγάλη χαρά. Μου έκανε βέβαια μεγάλο κακό ο τίτλος. Το "σεφ" έκανε τον κόσμο να νομίζει ότι είμαι σεφ, τη στιγμή που εγώ το μόνο πράγμα που δεν μπορώ να κάνω στη ζωή μου είναι να είμαι αυτό», μου λέει γελώντας.
Ήταν για εκείνη μεγάλο σχολείο η τηλεόραση, όπως εξομολογείται: «Γνώρισα πάρα πολλούς ανθρώπους και από τον καθένα έμαθα κάτι ξεχωριστό. Πειραματίστηκα στη μαγειρική, δοκίμασα και νομίζω αυτό λειτούργησε κάπως έτσι και για τον κόσμο και γι’ αυτό αγάπησε τόσο αυτή την εκπομπή».
Το δικό της καταφύγιο
Μετά από όλα αυτά, η Ελένη έχει καταφέρει να δημιουργήσει το δικό της καταφύγιο στο Προμύρι, στο Πήλιο. «Ένωσα το παρελθόν μου, της παιδικής μου ηλικίας, με το παρόν και έφτιαξα ένα παλιό σπίτι που αγόρασα στο χωριό του πατέρα μου. Σεβάστηκα την ιστορία του τόπου, αλλά και τη γαστρονομία του. Εκεί φιλοξενώ ανθρώπους, τους νοικιάζω το σπίτι και τους μαγειρεύω, μαζί με την Ιωάννα Σταμούλου. Εκείνη κάνει τα γλυκά και εγώ τα αλμυρά. Προσφέρω στην ουσία μία συνολική εμπειρία, μέσα από μία σύγχρονη ματιά. Είμαστε στο Νότιο Πήλιο, έχουμε θαλασσινό τοπίο και ένα άγνωστο μέρος που πολλοί δεν γνωρίζουν και αξίζει να ανακαλύψουν».
Ο ξενώνας της Ελένης Ψυχούλη λέγεται Levanda, και θα έλεγε κανείς ότι κάθε γωνιά του έχει το δικό της στυλ και αισθητική, που παντρεύει την παράδοση με σύγχρονες πινελιές.
Όνειρό της είναι η παραμονή της εκεί να γίνει όλο και μεγαλύτερη μέσα στον χρόνο. Πλέον έχει καταφέρει να περνά 3,5 μήνες στο Πήλιο και αυτό που θέλει πραγματικά η ψυχή της είναι στο μέλλον να είναι πάντα εκεί, να βγαίνει στη φύση και να μαζεύει μόνη της την πρώτη ύλη για τις συνταγές της, τα χόρτα, τα βότανα και τα άγρια φρούτα και μετά να μπαίνει στην κουζίνα και να τα μαγειρεύει.
«Αυτό το έχω διδαχτεί από τον μπαμπά μου, ο οποίος ήταν δεινός ψαράς και κυνηγός. Ακόμη όμως και να μην έβρισκε θήραμα, πάντα έφερνε κάτι στο σπίτι από τη βόλτα του στη φύση. Ένα χορταρικό, ένα βότανο, κάποιο άγριο σταφύλι, ελιές πεσμένες κάτω. Στη φύση πάντα υπάρχει κάτι να φας. Αυτό είναι αυτό που θέλω να κάνω τώρα και στο μέλλον». Και της το εύχομαι ολόψυχα!