Ξέρουμε ότι τα σκωτσέζικα και τα ιρλανδέζικα ουίσκι, όπως και το αμερικάνικο bourbon είναι διαχρονικά τα πιο διάσημα για τη γεύση και την ιστορία τους. Όμως, μήπως ένας νέος παίκτης μπαίνει στο παιχνίδι;
Στο Bungalow, το ινδικό εστιατόριο του σεφ Vikas Khanna στη Νέα Υόρκη, υπάρχει σήμερα μια ολόκληρη ενότητα στη λίστα των ποτών αφιερωμένη αποκλειστικά σε ινδικά single malt ουίσκι. «Μέχρι πριν λίγα χρόνια κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο», λέει ο συνέταιρος του εστιατορίου Sameer Bhatt.
Αν και η Ινδία είναι η μεγαλύτερη αγορά ουίσκι στον κόσμο, τα περισσότερα ποτά που παράγει είναι blends, συχνά από απόσταγμα μελάσας, πιο κοντά στο ρούμι παρά στο ουίσκι. Τα ινδικά single malts ήταν σχεδόν άγνωστα και σπάνια έβγαιναν εκτός συνόρων.
Η νέα γενιά των ινδικών single malts
Σήμερα, με την κατανάλωση ουίσκι στην Ινδία να αυξάνεται παράλληλα με τη γενικότερη οικονομική ευημερία, οι αποστακτήρες της χώρας παράγουν single malts υψηλής ποιότητας, ικανά να σταθούν διεθνώς και να κερδίσουν βραβεία.
Για παράδειγμα, το Amrut Triparva μπήκε το 2024 στη λίστα Best in Class των Whiskies of the World. Την προηγούμενη χρονιά, το Indri Diwali Collector’s Edition 2023 είχε αποσπάσει το κορυφαίο βραβείο εκεί. Φέτος, το Indri Founder’s Reserve 11 Year Old Wine Cask ανακηρύχθηκε ένα από τα Top 15 Whiskies στο International Whisky Competition.
Ο πρωτοπόρος του είδους
Τα single malts της Ινδίας παράγονται σε ένα μόνο αποστακτήριο, αποκλειστικά από βυνοποιημένο κριθάρι. Το Amrut Distilleries Ltd. της Μπανγκαλόρ, ιδρύθηκε το 1948 και θεωρείται ο «πρωτοπόρος» του είδους, λανσάροντας το 2004 το Amrut Single Malt - ουίσκι τύπου Scotch από καπνιστό βυνοποιημένο κριθάρι.
Ακολούθησαν το Paul John στην Γκόα το 2012 και το Rampur στο Ουτάρ Πραντές το 2016. Νεότερες προσθήκες είναι το Indri (της Piccadily Distilleries, κοντά στο Νέο Δελχί), το Longitude 77 (ιδιοκτησίας Pernod Ricard) και το Godawan της Diageo, που κέρδισε φέτος τον τίτλο Best Single Malt in the World στο London Spirits Competition.
Τι κάνει τα ινδικά single malts διαφορετικά
Η διαφορά ξεκινά από το ίδιο το κριθάρι. Οι περισσότεροι παραγωγοί χρησιμοποιούν το ινδικό εξάστιχο κριθάρι, με υψηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και λίπη, σε σχέση με το δυτικό δίστιχο. Το αποτέλεσμα είναι πιο έντονο, «κοφτερό» προφίλ, με αρώματα κάρδαμου, τζίντζερ, πορτοκαλιού, γλυκάνισου και σανδαλόξυλου.
Το κλίμα παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο: η ζέστη και η υγρασία επιταχύνουν θεαματικά την ωρίμαση. Οι διακυμάνσεις θερμοκρασίας κάνουν τα βαρέλια να «αναπνέουν» πιο συχνά, με αποτέλεσμα το ποτό να απορροφά περισσότερες νότες βανίλιας και μπαχαρικών. Η εξάτμιση, επίσης, (το λεγόμενο Angel’s Share) είναι εντονότερη, παράγοντας ένα πιο συμπυκνωμένο ποτό. «Ένα ινδικό 10ετές single malt αντιστοιχεί ουσιαστικά σε 40ετές scotch», λέει ο Banga.
Έτσι εξηγείται γιατί οι περισσότερες ετικέτες δεν αναφέρουν ηλικία - η ωρίμαση συμβαίνει τόσο γρήγορα που οι μακροχρόνιες παλαιώσεις σπάνια βγάζουν νόημα. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι παραγωγοί τηρούν τον κανονισμό της Scotch Whisky Association (τουλάχιστον 3 χρόνια παλαίωση), αν και μικρότερα αποστακτήρια ζητούν να μειωθεί σε 1 χρόνο.
Η διεθνής αναγνώριση
Οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη αγορά εξαγωγών για το Amrut, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 1/3 των παγκόσμιων πωλήσεων. «Η ζήτηση των Αμερικάνων για ινδικό ουίσκι αυξάνεται συνεχώς», λέει ο Raj Sabharwal, συνιδρυτής της Glass Revolution Imports.
Σημαντικό ρόλο παίζει η ινδική διασπορά στις ΗΠΑ: επιχειρηματίες, εστιάτορες και σεφ προωθούν περήφανα τα ινδικά spirits στα εστιατόρια τους εκτός Ινδίας.
Πηγή: The Washington Post