Τα τελευταία χρόνια, η χρήση υποκατάστατων ζάχαρης στα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα έχει αυξηθεί σημαντικά. Παράλληλα, νέα δεδομένα δείχνουν συνεχώς ότι κάποιες από τις γλυκαντικές ουσίες δεν είναι τόσο αθώες, όσο νομίζαμε.
Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει φυσικά μη σακχαρούχα γλυκαντικά, όπως οι στεβιολικοί γλυκοζίτες, αλλά και τεχνητά γλυκαντικά, όπως η ασπαρτάμη και η σουκραλόζη. Για τα άτομα με διαβήτη, αυτά τα γλυκαντικά προτείνονταν παραδοσιακά αντί της σακχαρόζης (της κοινής ζάχαρης δηλαδή), επειδή δεν προκαλούν απότομες αυξήσεις στο σάκχαρο, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στα μάτια, στα νεφρά, στα αγγεία και στην καρδιά.
Όμως, ολοένα και περισσότερα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η μακροχρόνια χρήση αναψυκτικών διαίτης και μη σακχαρούχων γλυκαντικών μπορεί να επιδεινώνει τη ρύθμιση της γλυκόζης, μεταξύ άλλων προβλημάτων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2023, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συνέστησε να μη χρησιμοποιούνται μη σακχαρούχα γλυκαντικά για απώλεια βάρους, αναφέροντας αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, καρδιοπάθεια, ακόμη και πρόωρο θάνατο.
Μία από τις πιο γνωστές μελέτες σε σχέση με τα υποκατάστατα ζάχαρης είναι η CARDIA, στην οποία συμμετείχαν περίπου 5.000 υγιείς ενήλικες χωρίς διαβήτη, ηλικίας 18 έως 30 ετών, από τέσσερις αμερικανικές πόλεις, τη δεκαετία του 1980.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι, σε βάθος χρόνου, η κατανάλωση αναψυκτικών διαίτης και υποκατάστατων ζάχαρης (όπως ασπαρτάμη και σακχαρίνη) συνδέθηκε με μεγαλύτερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και αυξημένη περίμετρο μέσης, ένας γνωστός δείκτης αντίστασης στην ινσουλίνη, μετά από 25 χρόνια παρακολούθησης.
Σε νεότερη ανάλυση της ίδιας μελέτης, που παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Διατροφής το 2023, διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν τη μεγαλύτερη κατανάλωση αναψυκτικών διαίτης είχαν 129% υψηλότερη πιθανότητα να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 σε σχέση με όσους τα κατανάλωναν ελάχιστα – ακόμη και μετά την προσαρμογή για παράγοντες όπως η άσκηση, η παχυσαρκία και η γενική ποιότητα διατροφής.
Φυσικά, οι αναλύσεις αυτές δεν αποδεικνύουν αιτιώδη σχέση, αλλά ομολογουμένως, τα ευρήματα προκαλούν ανησυχία.
Ποιο υποκατάστατο ζάχαρης είναι το πιο «υγιεινό»;
Τα νέα δεδομένα δείχνουν βέβαια ότι δεν είναι όλα τα υποκατάστατα ίδια, και ότι υπάρχουν ακόμα αντικρουόμενα ευρήματα. Ας τα δούμε όμως ένα - ένα:
- Ασπαρτάμη: Είναι το τεχνητό γλυκαντικό που υπάρχει σε πολλά αναψυκτικά διαίτης. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας την έχει ταξινομήσει ως «πιθανώς καρκινογόνα για τον άνθρωπο», αν και τα διαθέσιμα στοιχεία είναι αντιφατικά.
- Σουκραλόζη: Βρίσκεται σε πολλά προϊόντα με την ένδειξη «zero sugar». Έχει βρεθεί ότι αυξάνει τη ροή αίματος προς τον υποθάλαμο, περιοχή του εγκεφάλου που ρυθμίζει την όρεξη. Σε σχέση με τη ζάχαρη, η σουκραλόζη μπορεί να προκαλεί αίσθημα πείνας, οδηγώντας ενδεχομένως σε αυξημένη πρόσληψη θερμίδων. Αν και ορισμένες μελέτες δεν συμφωνούν πλήρως, στην ανάλυση CARDIA, η σουκραλόζη δεν συσχετίστηκε με αυξημένα ποσοστά διαβήτη τύπου 2.
- Σακχαρίνη και στέβια: Πρόσφατη μελέτη στο αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό Cell έδειξε ότι διάφορα μη σακχαρούχα γλυκαντικά - μεταξύ αυτών σακχαρίνη, σουκραλόζη, ασπαρτάμη και στέβια - διατάραξαν το μικροβίωμα του εντέρου υγιών ενηλίκων που δεν τα κατανάλωναν προηγουμένως. Επιπλέον, η σουκραλόζη και η σακχαρίνη επιδείνωσαν την ανοχή στη γλυκόζη.
Παρόλο που τα ευρήματα αυτά προκαλούν ανησυχία, οι ειδικοί τονίζουν ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 δεν πρέπει να επιστρέψουν στη ζάχαρη. Ωστόσο, τα υποκατάστατα είναι χρήσιμα σε σύγκριση με τη ζάχαρη, αλλά όχι «δίχως κόστος».
Καλό είναι να έχουμε στο νου μας ότι τα μη σακχαρούχα γλυκαντικά υπάρχουν σε πολλά υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα, συχνά σε προϊόντα που δεν φανταζόμαστε, όπως συσκευασμένα ψωμιά, γιαούρτια, μπάρες πρωτεΐνης ή σνακ. Δεν είναι λοιπόν μόνο τα αναψυκτικά το «πρόβλημα».
Ποιο είναι το συμπέρασμα; Καλό είναι να θεωρούμε τα προϊόντα με υποκατάστατα ζάχαρης μία περιστασιακή απόλαυση και όχι βασικό στοιχείο της διατροφής.
Πηγή: The Washington Post