«Έχω μια τρομερή ανάγκη για συντροφιά, αλλά μονάχα ενός είδους, του καφέ», έλεγε ο Βίνσεντ βαν Γκογκ. Πράγματι, ο καφές μπορεί πολλές φορές να είναι η καλύτερη παρέα μας. Μας ξυπνάει, μας κινητοποιεί, μας προσφέρει απόλαυση. Αλλά δεν υπάρχει ένα είδος καφέ που να τους ικανοποιεί όλους. Από τις διαφορετικές ποικιλίες μέχρι τους διαφορετικούς τρόπους παρασκευής, ο καφές αποκτά μοναδική γεύση (ή και όνομα) σε κάθε μέρος του πλανήτη. Τα τελευταία χρόνια ένα είδος καφέ έχει κατακτήσει πολλούς coffee lovers στη χώρα μας και αποτελεί την τέλεια εναλλακτική στον capuccino για όσους προτιμούν γενικά λιγότερο γάλα και πιο γεμάτο σώμα στον καφέ τους. Πρόκειται για τον flat white.
Η ιστορία του flat white
Ο flat white είναι στην ουσία ένας διπλός espresso που αναμειγνύεται εξαρχής με ελαφρώς διογκωμένο αφρόγαλα και σερβίρεται σε μεσαίου μεγέθους κούπα. Σε αντίθεση με τον διπλό καπουτσίνο, ο flat white είναι πιο λίγος σε ποσότητα αλλά πιο δυνατός σε γεύση και αρώματα. Αποτελεί επίσης μια εναλλακτική επιλογή στο latte. Από που όμως προήλθε;
Η νεοζηλανδική εταιρεία καφέ Karajoz ισχυρίζεται ότι ο ιδρυτής της, Derek Townsend, εφηύρε το flat white στην καφετέρια του DKD στο Auckland το 1984. Σε ένα άρθρο του 2015 στην ιστοσελίδα ειδήσεων της Νέας Ζηλανδίας 3 News, ο πρώην barista από το Wellington, Fraser McInnes, ισχυρίζεται επίσης ότι το εφηύρε στην καφετέρια του, Bar Bodega, το 1989, ως αποτέλεσμα ενός αποτυχημένου καπουτσίνο. Αλλά ο Αυστραλός ιδιοκτήτης καφετέριας, Alan Preston, ισχυρίζεται ότι όχι μόνο ήταν ο πρώτος που έφερε το ρόφημα στον κόσμο, αλλά το έφερε και από την πατρίδα του, στο Βόρειο Κουίνσλαντ. Ποιος είχε τελικά την αρχική ιδέα;
Την απάντηση πρέπει να την αναζητήσουμε μάλλον στους Ιταλούς. Συγκεκριμένα, το 1891, ο πράκτορας μετανάστευσης Chiaffredo Venerano Fraire ηγήθηκε ενός σχεδίου για την πρόσληψη εργατών, για να εργαστούν στα χωράφια με ζαχαροκάλαμα βόρεια του Townsville. O Fraire κατάφερε να προσελκύσει περισσότερους από 300 Ιταλούς μετανάστες στην περιοχή, προκαλώντας τεράστια εισροή Ιταλών τα χρόνια που ακολούθησαν. Μέχρι το 1925, το 44% των αγροκτημάτων ζαχαροκάλαμου στην περιοχή ήταν ιταλικής ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα πολλοί εύποροι αγρότες να λαχταρούν μια γεύση από το σπίτι τους. Άτομα και καφετέριες άρχισαν να εισάγουν τις καλύτερες μηχανές εσπρέσο που ήταν διαθέσιμες από την Ιταλία στο νέο τους σπίτι στο Κουίνσλαντ.
Ο Preston περιγράφει στον ιστότοπό του «Flat White History» ότι οι καφετέριες των περιοχών παραγωγής ζάχαρης είχαν γενικά πέντε επιλογές καφέ στο μενού, συμπεριλαμβανομένης μιας επιλογής με γάλα που ονομαζόταν «the flat». Όταν ο Preston μετακόμισε νότια στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας το 1985, έφερε μαζί του το «the flat», βαφτίζοντάς το με ένα νέο όνομα: «the flat white».
Αφού άνοιξε λοιπόν την πρώτη του καφετέρια εκεί, το «Moors Espresso Bar», ο Preston άνοιξε ακόμα τέσσερις καφετέριες σε όλο το Σίδνεϊ με τον flat white στο μενού. Και έτσι, προέκυψε μια νέα και επιτυχημένη τάση στην κουλτούρα του καφέ.
Εφηύρε πραγματικά ο Preston τον flat white; Στο ίδιο άρθρο του 3 News, ο πρώην ιδιοκτήτης καφετέριας στο Σίδνεϊ, Ian Bersten, λέει ότι έχει ένα μενού από την παλιά του καφετέρια «Belaroma» που χρονολογείται από το 1984, το οποίο περιλαμβάνει τον flat white. Λέει επίσης ότι «ο flat white υπήρχε στην Αυστραλία ήδη από τη δεκαετία του 1960 και κανείς δεν μπορεί να το διεκδικήσει».
Όποια και αν είναι η πραγματική προέλευσή του, ο flat white έγινε σίγουρα τάση πρώτα στην Αυστραλία και μετά στον υπόλοιπο πλανήτη. Εξακολουθώντας βέβαια να αποτελεί την αγαπημένη προτίμηση για καφέ πολλών και ίσως, και την καλύτερη τους παρέα.