Όταν το 1956 ξεκίνησε η Μελέτη των 7 χωρών, που έφερε στο φως το θαύμα της κρητικής διατροφής, διαχωρίζοντάς την τόσο από τη Μεσογειακή όσο και από την υπόλοιπη Ελλάδα, κανείς από τους ερευνητές δεν μπορούσε να πιστέψει πώς γίνεται ένας λαός που καταναλώνει τόσο ελαιόλαδο, το ⅓ της καθημερινής απαιτούμενης ενέργειας, έχει τόσο χαμηλό δείχτη σε καρδιαγγειακά νοσήματα και καρκίνο. Το 1987, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επιβεβαίωσε πως οι θάνατοι από τέτοια νοσήματα ήταν όντως εντυπωσιακά χαμηλότεροι στην Κρήτη σε σύγκριση με άλλες χώρες και το 2012 η κρητική δίαιτα αναγνωρίστηκε από την UNESCO σαν πολιτιστική κληρονομιά της Αρχαιότητας.

Αν αναζητήσεις την αλήθεια πίσω από τις στατιστικές, θα ανακαλύψεις το μυστικό της παλιάς κρητικής διατροφής: Ο Κρητικός κατανάλωνε πολύ ελαιόλαδο, ελάχιστο κρέας και μόνο στις γιορτινές ημέρες και η βάση της διατροφής του ήταν τα δημητριακά, το ψωμί, τα όσπρια και τα φρούτα. Μια διατροφή που προέρχεται κατ’εξοχήν από τη φύση και έρχεται να συμπληρωθεί με τη φυσική ζωή αλλά και με την τσικουδιά και το κρασί που συνοδεύουν όλα τα γεύματα και βοηθούν την ψυχή να αδειάσει από τις σκοτούρες, ενισχύοντας την κοινωνικότητα.

Σήμερα, ο Κρητικός τρώει διαφορετικά, το αυτοκίνητο δεν βοηθάει στο περπάτημα, οπότε και τα νούμερα της στατιστικής έχουν αλλάξει. Όμως, η Κρήτη μεταμορφώνεται μένοντας πάντα η ίδια. Τα ιδιαίτερα προϊόντα της εξακολουθούν να παράγοντα τα ίδια, χωρίς τίποτα να αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου. Η κρητική κουζίνα - κουζίνα των τριών υλικών, λιτή, δωρική, χωρίς καρυκεύματα και ενισχυτικά, με γεύσεις ευδιάκριτες και καθαρές - χαρακτηρίζεται κυρίως από τη μοναδικότητα της πρώτης ύλης που οφείλεται στη γεωγραφία αλλά και το ήπιο κλίμα της. Η Κρήτη, που συγκεντρώνει 18 από τα 101 ελληνικά ΠΟΠ προϊόντα, στη γεύση της είναι νησί «στεριανό», που κοιτά με προσήλωση προς τα άγρια βουνά της, γυρίζοντας την πλάτη στη θάλασσα.

Κρητικό τυρί

κρητικά τυριά

Τα κρητικά τυριά

  • Γραβιέρα Κρήτης (ΠΟΠ). Η πιο διάσημη γραβιέρα της Ελλάδας, φτιάχνεται κυρίως από πρόβειο αλλά και κατσικίσιο, μη παστερειωμένο γάλα. Νοστιμότερη είναι εκείνη που έρχεται από τις ψηλότερες βουνοκορφές του νησιού, ωριμασμένη όσο γίνεται περισσότερο, μέσα σε σπηλιές. Ελαφρά αλατισμένη και με έντονο το άρωμα του πρόβειου γάλακτος και μια επίγευση ξηρών καρπών. Τρώγεται σε σαλάτες, με μέλι, μπαίνει σε πίτες και σουφλέ, παντρεύεται ωραία στο φούρνο με κρέατα και πουλερικά.
  • Κεφαλοτύρι. Σκληρό τυρί από αιγοπρόβειο γάλα, που τρίβεται και στα ζυμαρικά.
  • Το τυρί της Δίκτης. Σκληρό, αλατισμένο, με έντονη πικάντικη γεύση. Στην κατηγορία των κεφαλοτυριών, συντηρείται μέσα σε λάδι.
  • Η μαλάκα. Στην ουσία πρόκειται για ωμή γραβιέρα που χρησιμοποιείται κυρίως στις πίτες.
  • Τυροζούλι. Σκληρό τυρί με εξαιρετική γεύση, που παράγεται κυρίως στον Ψηλορείτη. Στην παρασκευή του δεν χρησιμοποιείται μαγιά παρά μόνον ξύδι. Αποξηραίνεται και συντηρείται σε δοχεία με λάδι.
  • Σκληρός αθότυρος. Συμπαγές τυρί με πλούσια γεύση, στην ουσία πρόκειται για αποξηραμένη, ώριμη μυζήθρα. Τρίβεται κυρίως, στα ζυμαρικά.
  • Μυζήθρα ή μαλακός αθότυρος. Στην Ανατολική Κρήτη λέγεται μυζήθρα, στην περιοχή των Χανίων αθότυρος. Παρασκευάζεται από το υπόλοιπο της τυροκομίας άλλων τυριών, στο οποίο προστίθεται 10-20% γάλα. Μ’ αυτό φτιάχνονται τα καλιτσούνια, τρώγεται τηγανητό και σαν επιδόρπιο με μέλι ή πετιμέζι.
  • Φέτα. Δεν ανήκει στα παλιά τυριά του νησιού αφού η παραγωγή της ξεκίνησε στη δεκαετία του ’60.
  • Ξινομυζήθρα. Αφορμάριστη, μαλακή μυζήθρα με πικάντικη γεύση που ωριμάζει και αποκτά μεγάλη οξύτητα. Γεμίζει τις αγνόπιτες, τις σαρακόπιτες και γενικά, τα πιτάκια.
  • Ξύγαλα μαλακό. Μη φορμαρισμένο τυρί που πήζει χωρίς πυτιά και στραγγίζει για 5-6 ημέρες. Χρησιμοποιείται σαν ορεκτικό.
  • Στάκα. Παρασκευάζεται από την τσίπα του γάλακτος αφού αφαιρεθεί το βούτυρο. Ζεσταίνουμε την τσίπα με αλεύρι και αμέσως ξεχωρίζει το βούτυρο. Από που μένει είναι η στάκα, μια κιτρινωπή, πηχτή κρέμα.
  • Γαλομυζήθρα Χανίων. Αθόγαλο λέγεται στην περιοχή του Ψηλορείτη και πηχτόγαλο σε άλλες περιοχές. Κατσικίσιο τυρί ωρίμασης, με αλοιφώδη υφή, που μπαίνει στις πίτες αλλά τρώγεται και σαν ορεκτικό.

Τα χοιροσφάγια

Με το γουρουνάκι της οικογένειας που σφάζεται τα Χριστούγεννα, μια συνήθεια που έρχεται κατευθείαν από την Αρχαία Ελλάδα, οι Κρητικοί φτιάχνουν ένα σωρό λιχουδιές που συντηρούνται στα κελάρια τους όλο το χρόνο:

  • Το απάκι, είναι καπνιστό ψαχνό κρέας από το κομμάτι δίπλα στα νεφρά, που κόβεται σε λωρίδες, μένει στο ξύδι για 4-5 μέρες κι ύστερα καπνίζεται με αρωματικά βότανα όπως φασκόμηλο, δάφνη, ρίγανη. 
  • Οι ομαθιές, από τις “αιματίαι” των Βυζαντινών. Όταν το έντερο του χοίρου παραγεμίζεται με ρύζι, χοιρινό συκώτι, κρεμμύδι, σταφίδες, αμύγδαλα, πορτοκαλόφλουδα και κύμινο. Συνήθως χρησιμοποιείται το παχύ έντερο, εκτός από τη Σητεία και την Ιεράπετρα που προτιμούν το λεπτό.
  • Τα σύγλινα είναι λωρίδες από ψαχνό χοιρινό που καπνίζονται με αρωματικά βότανα και στη συνέχεια συντηρούνται σε κιούπια μέσα σε χοιρινό λίπος. Μπορείς να τα μαγειρέψεις με αυγά, με άγρια χόρτα, με πατάτες, με ρύζι, με ζυμαρικά ή με χόντρο. Σε πολλά μέρη λέγονται «κουρουπιαστό» ή «κρέας της κουρούπας».
  • Οι τσιγαρίδες είναι το λίπος του χοίρου που βράζεται και αφού παγώσει και στραγγιστεί στο τσουκάλι μένουν οι πέτσες. Αυτές οι πέτσες γίνονται νοστιμότατος τηγανητός μεζές, γίνονται ψωμί, νοστιμίζουν τα όσπρια και τις χορτόπιτες.
  • Τσιλαδιά είναι η κρητική πηχτή που γίνεται με το κεφάλι και τα ποδαράκια του χοίρου και αρωματίζεται με φύλλα πορτοκαλιάς ή νερατζιάς. 
  • Τα κρητικά λουκάνικα φτιάχνονται με χοιρινό κρέας αρωματισμένο με κύμινο και καπνίζονται με τα αρωματικά βότανα του νησιού.
  • Τα γαρδούμια, είναι η αρνίσια κοιλιά που κόβεται σε κομματάκια, τυλίγεται σαν ντολμαδάκι με αρνίσια εντεράκια και μαγειρεύεται αυγολέμονο, με χόρτα ή κοκκινιστή.
  • Φουκάκι ή τσιτσιριστό. Μικρά κομματάκια χοιρινό που τηγανίζονται με λάδι και λίγο αλάτι.
  • Απόχτι. Στην κατηγορία των συντηρημένων κρεάτων, γίνεται κυρίως από άγριο κρητικό αίγαγρο (αγρίμι).

κρητικά προϊόντα


Κρητικό παξιμάδι (ΠΟΠ)

Δεν λείπει από κανένα κρητικό τραπέζι και την πλούσια, βαθιά γεύση του την νιώθεις καλύτερα όταν το συνοδεύεις με τα απλά προϊόντα της γης, όπως το ελαιόλαδο, τη μυζήθρα, τη ρίγανη και τις ελιές. Βάση της κρητικής δίαιτας, το διπλοφουρνιστό παξιμάδι του νησιού φτιάχνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο εδώ και αιώνες, κυρίως από κριθάρι ολικής άλεσης αλλά και σταρένιο, εφτάζυμο από προζύμι ρεβυθιού και μιγαδερό (κρίθινο ανάμεικτο με σταρένιο ή σταρένιο ανάμεικτο με κρίθινο και αλεύρι βρώμης).

Τα ζυμαρικά

Η φαντασία της παλιάς νοικυράς είναι αστείρευτη στο πόσα διαφορετικά θαύματα μπορεί να φιάξει μόνο με αλεύρι και νερό. Τα κρητικά ζυμαρικά παρασκρυάζονται συνήθως λίγο πριν μαγειρευτούν, όπως τα σκιουφιχτά στριφτά κοντά ζυμαρικά, τα λαζάνια που ζυμώνονται με γάλα, αυγά και βούτυρο, το τριφτούδι που μοιάζει με κριθαράκι, το λαντουρίδι ένα ψιλό ζυμαρικό που μοιάζει με ξινόχοντρο, ο χυλός ή χυλόφτα που ζυμώνεται με ελαιόλαδο και ψιλοκόβεται σε λεπτά μπαστουνάκια, το μαγγίρι που μοιάζει με τετράγωνη χοντρή χυλοπίτα.

Ο ξινόχοντρος και ο χόντρος

Ο τραχανάς της Κρήτης παρασκευάζεται από χοντροαλεσμένο σιτάρι και ξινισμένο αιγοπρόβειο γάλα και ξεραίνεται στον ήλιο. Πλούσια, θρεπτική τροφή που τρώγεται σε χιλιάδες συνταγές. Για την ακρίβεια, μπορείς να πεις πως ο ξινόχοντρος τρώγεται μόνος του σαν σούπα αλλά μπαίνει αν το θελήσεις, και στο τέλος κάθε συνταγής που μαγειρεύεται στο νησί. Ιδιαίτερα ταιριάζει με τους χοχλιούς. Πλάι στον ξινόχοντρο και ο χόντρος, που είναι απλά αλεσμένο σιτάρι και μαγειρεύεται όπως ακριβώς και ο ξινόχοντρος.


Οι χοχλιοί

Άριστης ποιότητας, φτηνή αλλά και νηστίσιμη πρωτεϊνη, ο χοχλιός έσωσε πολλές φορές τον κρητικό σε δύσκολες εποχές. Καλλιεργημένος ή ακόμα καλύτερα άγριος «γυρευτός», ο χοχλιός μαγειρεύεται με δεκάδες συνταγές, με χόντρο, πατάτες, «μπουμπουριστός» με δενδρολίβανο και με όλα τα ήμερα και άγρια χόρτα και λαχανικά του νησιού, ανάλογα με την εποχή τους. Μεζές της ρακής, κυρίως πιάτο αλλά και σαλάτα ο χοχλιός δεν έπαψε να αγαπιέται στην Κρήτη από τη Μινωική εποχή μέχρι σήμερα.

Οι πίτες

Η Ήπειρος και η Θεσσαλία φημίζονται για τις πίτες τους, όμως η Κρήτη έχει τη χάρη και μια τεράστια ποικιλία από διαφορετικά πιτάκια, αφού εδώ η πίτα είναι κυρίως ατομική σε αντίθεση με τα μεγάλα ταψιά της υπόλοιπης Ελλάδας. Καλιτσούνια, μυζηθροπιτάκια, σφακιανόπιτες, σαρικόπιτες, αγνόπιτες, κατιμέρια, μυζηθρόπιτες νεράτες που γεμίζουν κυρίως με μυζήθρα και ξινομυζήθρα και σερβίρονται με μέλι, μελιτίνια και λυχναράκια που ψήνονται στον φούρνο, τζεβρεμέδες σιροπιαστοί με μυζήθρα και γλυκό μπουρέκι που γίνεται μεγάλο στο ταψί και σιροπιάζεται - η Κρήτη αγαπά να συνδυάζει τη γλυκόξινη γεύση στα πιτάκια της. Υπάρχουν όμως και πίτες με κάθε λαχανικό και άγριο χόρτο (τσουκνιδόπιτα, κολοκυθόπιτα, πρασόπιτα, λαπαθόπιτα, κρεμμυδόπιτα, μαραθόπιτα, κολοκυθόπιτα, λαχανόπιτα), σπανακομπούρεκο και όλα όσα αναφέραμε παραπάνω σε μικρά πιτάκια που κυρίως τηγανίζονται με ελαιόλαδο. Το περίφημο χανιώτικο μπουρέκι, που γίνεται στο ταψί με κολοκύθι, μυζήθρα, αθότυρο και ενίοτε φέτες ντομάτας, είναι κυρίως ταυτισμένο με τα Χανιά και αποτελεί μια από τις πιο διάσημες σπεσιαλιτέ του νησιού.

Τα βότανα

Οι βοτανολογικές μελέτες αποδεικνύουν πως η Κρήτη, με τα 1700 ενδημικά βότανά της, διαθέτει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα οικοσυστήματα της Ευρώπης. Από αυτά, το δίκταμο, που οι παλιοί το θεωρούσαν φάρμακο για όλες τις αρρώστιες, φύεται μόνον εδώ.

Το ελαιόλαδο

Η ελιά είναι γνωστή στην Κρήτη από την νεολιθική περίοδο. Τα 35 000 000 περίπου λιόδεντρα της Κρήτης, παράγουν το ⅓ της ελληνικής παραγωγής σε ελαιόλαδο, 80.000-100.000 τόνους, από το οποίο το 90% είναι εξαιρετικά παρθένο. Στο 85% των ελαιώνων καλλιεργείται η κορωνέικη ψιλόσπερμη αλλά πολύ αποδοτική ποικιλία (λαδολιά ή ψιλολιά).

ελιές


Τα χόρτα

Περισσότερο από κάθε περιοχή της Ελλάδας, η Κρήτη αγαπάει τα άγρια και τα ήμερα χόρτα, τα τρώει σε σαλάτες αλλά τα μαγειρεύει ακέτα ή με το κρέας αλλά και με τον χόντρο. Τα ιδιαίτερά της, το σταμναγκάθι, οι παπούλες, η αγαλατσίδα, οι αβρωνιές, οι ασκορδουλάκοι (βολβοί), η γλιστρίδα, οι ασκολύμπροι, ο στίφνος, τα χλωροκούκια, οι δρύλοι, οι τσουκνίδες.

Το μέλι

Η Κρήτη τρώει μέλι εδώ και 3.500 χρόνια. Σήμερα το κρητικό μέλι αναγνωρίζεται σαν τα καλύτερα στον κόσμο. Αρωματικό και με χρυσές ανταύγειες δανείζεται την ευωδιά των κρητικών βοτάνων και τρώγεται παντού: στα γλυκά, πάνω στα τυριά αλλά με ψητή αίγα.

Μια βόλτα στους αμπελώνες

Κανείς δεν ξέρει από πότε αρχίζει η ιστορία του κρητικού κρασιού. To αρχαιότερο πατητήρι, ο Ληνός, ηλικίας πάνω από 3.500 ετών, ανακαλύφθηκε σε μια περιοχή της Κρήτης που ονομάζεται Βαθύπετρο κοντά στην περιοχή των Πεζών και των Αρχανών, εκεί όπου και σήμερα υπάρχει το σημαντικότερο κομμάτι του κρητικού αμπελώνα. Το νησί διαθέτει έναν από τους πιο παραδοσιακούς αμπελώνες της Ευρώπης, με παλιές ποικιλίες, οι ρίζες των οποίων χάνονται στην αρχαιότητα και τον Μινωικό Πολιτισμό. Η παραγωγή του δίνει λευκά, ροζέ και ερυθρά κρασιά.  Η Κρήτη είναι γνωστή από παλιά για το πλούσιο και «γεμάτο» κόκκινο της κρασί, που προέρχεται από παλιές ντόπιες ποικιλίες. Τα λευκά της κρασιά εξελίσσονται συνεχώς, διαθέτουν φρέσκα, φρουτώδη αρώματα, αρώματα λουλουδιών, ευχάριστη γεύση και επίγευση με μεγάλη διάρκεια.  Ο αμπελώνας έχει έκταση περίπου 50.000 εκτάρια και η παραγωγή του κρασιού ανέρχεται σε 950.000 εκατόλιτρα. Με απλά λόγια, η Κρήτη παράγει το ένα πέμπτο της ελληνικής παραγωγής κρασιού.

Αν και η ιστορία και η τοπική οικονομία της Κρήτης είναι δεμένη με το κρασί, η αμπελοκαλλιέργεια και η οργανωμένη παραγωγή κρασιού διακόπηκε την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η νέα συστηματική προσπάθεια αναπτύχθηκε από τις αρχές του 20ου αιώνα και γύρω στα μέσα του περασμένου αιώνα πήρε εκτεταμένη μορφή. Οι αρχικές ανάγκες της τοπικής οικονομίας οδήγησαν σε επιλογές που έδωσαν το προβάδισμα στην ποσότητα έναντι της ποιότητας. Ωστόσο η κατάσταση αυτή αλλάζει με ταχείς ρυθμούς και οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι σήμερα το ποιοτικό επίπεδο της κρητικής οινοπαραγωγής είναι το καλύτερο παρά ποτέ. Οι σημερινές οινοβιομηχανίες της Κρήτης αξιοποιούν τις παραδοσιακές ποικιλίες του σταφυλιού και τη συσσωρεμένη εδώ και αιώνες εμπειρία. Οι Κρήτες οινοπαραγωγοί δεν αρκούνται μόνο στην παράδοση αλλά συμπληρώνουν  τη γνώση τους με τις νέες εξελίξεις και τις προτιμήσεις των καταναλωτών.

Το δροσερό αεράκι που έρχεται από το Κρητικό πέλαγος είναι εκείνο που απαλύνει τις υψηλές θερμοκρασίες των καλοκαιρινών μηνών και δημιουργεί τις ειδικές κλιματολογικές συνθήκες του αμπελώνα της Κρήτης. Αν και ο ποικιλιακός πλούτος του θεωρείται εντυπωσιακός σε μέγεθος - κάποιοι κάνουν λόγο για 800 ποικιλίες - τέσσερις είναι οι γηγενείς ποικιλίες που οινοποιούνται σε μεγάλες ποσότητες στο νησί: η Βηλάνα για τα λευκά, το Κοτσιφάλι και η Μανδηλαριά για τα ερυθρά και ροζέ καθώς και το Λιάτικο - που θεωρείται ότι καλλιεργείται από την αρχαιότητα - για κάποια ερυθρά ξηρά αλλά και γλυκά. Επίσης καλλιεργούνται σε μικρότερες ποσότητες το Ρωμέικο, το Μοσχάτο, το Δαφνί και το Πλυτό.  Σήμερα γίνεται προσπάθεια να προστεθούν κι άλλες ποικιλίες, όπως η Malvasia di Candia, μια ντόπια ποικιλία που στο παρελθόν εγκαταλείφθηκε και εξαφανίστηκε από την Κρήτη. Επίσης, καλλιεργούνται οι βασικές διεθνείς ποικιλίες οι οποίες οινοποιούνται μαζί με τις παραδοσιακές.

Τα γλυκά

Αν κάτι χαρακτηρίζει τα γλυκά της Κρήτης, αυτό είναι… το αλεύρι. Οι άρτοι, τα πλουμιστά χριστόψωμα και οι γαμοκουλούρες, οι κουλούρες και δεκάδες ποικιλίες από παξιμαδάκια και κουλουράκια, καθένα για κάθε γιορτή και περίσταση. Το αλεύρι παντρεύεται με ξηρούς καρπούς, μέλι και πετιμέζι, σε συνταγές που έχουν τη ρίζα τους στην ελληνική Αρχαιότητα. Ξεροτήγανα, αυγοκαλάμαρα, τηγανίτες, σαμουσάδες, μπακλαβάς, μελιτίνια, σβίγγοι των Χριστουγέννων και καρυδωτά, τηγανητά σιροπιαστά λουκούμια ή κουμπανάκια του γάμου, το κρητικό γλυκό διατηρεί μέχρι σήμερα την αρχαιοελληνική του δωρικότητα.

Οι άγνωστες λέξεις της κρητικής κατσαρόλας

  • Τσίπα: Το ανθόγαλο.
  • Αγρίμι: Ο άγριος ορεινός κρητικός αίγαγρος.
  • Καβροί: Τα καβούρια.
  • Ζωύφιο: Ο αστακός.
  • Μενούζα: Το κοκορέτσι.
  • Αλάτσι: Το αλάτι, εξ’ου και οι αλατσολιές, αλατισμένες ντόπιες ψιλολιές.
  • Κεντανές: Το πράσο.
  • Σταφιδολιές: Οι ελιές που ωριμάζουν πάνω στο δέντρο και φτιάχνονται μόνο με χοντρό αλάτι.
  • Αντικριστό: Τρόπος ψησίματος του κρέατος που έρχεται κατεθείαν από την ελληνική αρχαιότητα. Οι βοσκοί του Ψηλορείτη σκάβουν λάκους μέσα στους οποίους ανάβουν φωτιά και ολόγυρα ψήνουν το ζώο κομμένο στη μέση, περασμένο σε σούβλες. Το κρέας κόβεται σε μεγάλα κομμάτια, αλείφεται με λεμόνι, αλάτι και ρίγανη και ψήνεται με τη φωτιά και όχι με τη θράκα του κάρβουνου.
  • Οφτό κλέφτικο: Το κρέας κόβεται σε κομματάκια και δένεται καλά μέσα στην κοιλιά του ζώου - ενίοτε και στο δέρμα του - με λεμόνι, αλάτι και ρίγανη και ύστερα θάβεται στο χώμα. Οι βοσκοί διατηρούν από πάνω του ανναμένη τη φωτιά μέχρι να ψηθεί το κρέας.
  • Τζουλαμάς: Παραδοσιακό, μεσσαρίτικο φαγητό της Αποκριάς. Πίτα γεμιστή με χοιρινό ή αρνίσιο συκώτι, συκωτάκια κότας, ρύζι, ξηρούς καρπούς, λίγη ζάχαρη, κανέλα και μοσχοκάρυδο.
  • Κρεατόσουπα γιαλίτικη: Υπάρχει και η γιαλίτικη ψαρόσουπα που γινόταν παλιά με θαλασσινό νερό. Στην κρεατένια εκδοχή το μοσχαρίσιο κρέας βράζει με νερό και αλάτι και στο τέλος ρίχνουμε κρεμμύδια τσιγαρισμένα στο ελαιόλαδο.
  • Κουνέλι τσουδιστό: Κουνέλι που μαγειρεύεται στην κατσαρόλα με κρεμμύδι, κρασί, κύμινο και ρίγανη.
  • Σοφαγάδα: Μπριάμ που γίνεται στην κατσαρόλα με όλα τα καλοκαιρινά λαχανικά, σέσκουλα και ντομάτα.
  • Παλληκάρια ή μαγεριά ή ψωτοπάπουδα ή ψαροκόλυβα: Όλα τα όσπρια μαζί που βράζονται και σερβίρονται χλιαρά με κρεμμύδι ξερό ή φρέσκο, άνηθο και λαδολέμονο. Σερβίρεται την παραμονή των Φώτων αλλά και σε όλες τις νηστείες.
  • Μακαρούνια σκιουφιχτά: Pasta από σταρένιο αλεύρι που ζυμώνεται με τριμμένο ανθότυρο.
  • Καπρικό: Χοιρινή πανσέτα που σιγοψήνεται για πολλές ώρες στον ξύλο ή στον ξυλόφουρνο.
  • Γαμοπίλαφο: Φαγητό του γάμου και της γιορτής, γίνεται αλλού μόνο με αιγοπρόβειο κρέας, αλλού, όπως στα Σφακιά με ζυγούρι και κοτόπουλο.