Το αρχαιότερο οινοποιείο που έχει ανακαλυφθεί αριθμεί 6.100 χρόνια και βρίσκεται στην περιοχή της Αρμενίας. Από αυτά τα 6.100 χρόνια μόλις τα τελευταία 100 η τεχνολογία έχει επηρεάσει δραματικά την παραγωγή του οίνου και για να είμαστε ακόμη πιο ακριβείς η επίδρασή αυτή έγινε εμφατική και εντατική μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Συνεπώς, επί 6.000 χρόνια ο άνθρωπος δημιουργούσε κρασιά που εν πολύς σήμερα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «φυσικά κρασιά». 

Πώς όμως φτάσαμε σε αυτό τον όρο και τι σημαίνει;

Ο όρος «φυσικά κρασιά» εμφανίσθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960 στη Γαλλία και συγκεκριμένα στην αμπελουργική περιοχή του Μποζολέ λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Λυών. Εκεί, οι παραγωγοί θέλησαν να αναστρέψουν την τεχνολογική πορεία και να γυρίσουν σε ένα πιο παραδοσιακό τρόπο οινοπαραγωγής, λιγότερο παρεμβατικό περισσότερο παραδοσιακό, όπου ο άνθρωπος και η φύση είναι πρωταγωνιστές. 

Εξήντα πέντε χρόνια μετά, ο όρος «φυσικά κρασιά» είναι ακόμη ασαφής καθώς δεν υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια που πρέπει να πληροί ένα κρασί για να ονομάζεται «φυσικό» και φυσικά δεν υπάρχει κανένας διαπιστευμένος φορέας που να τα πιστοποιεί, κάτι που συμβαίνει για τα βιολογικά και βιοδυναμικά κρασιά. Επιπλέον, ο όρος «φυσικό» έχει δημιουργήσει έντονες συζητήσεις καθώς η αντίπερα όχθη διατάσσει ότι κανένα κρασί δεν είναι «αφύσικο»! Έτσι εισήχθησαν εναλλακτικοί όροι όπως το «ήπιας παρέμβασης» ή το «raw wine». 

Παρά την ασάφεια γύρω από τον όρο «φυσικό κρασί» οι πιο πιστοί οινοποιοί της κατηγορίας εφαρμόζουν μια σειρά από πρακτικές, σαν κάτι «άγραφο νόμο». Στο αμπέλι δεν χρησιμοποιούν εντομοκτόνα, παρασιτοκτόνα και γενικότερα συνθετικά σκευάσματα, οι εργασίες γίνονται χειρωνακτικά, συνήθως επιλέγονται τοπικές ποικιλίες και ξηρική καλλιέργεια. Στο οινοποιείο επιδιώκουν αυθόρμητες ζυμώσεις (μπορεί να το ακούσεις και «άγριες ζυμώσεις»), αποφεύγουν τη χρήση οινολογικών ουσιών και τη χρήση καινούριων βαρελιών που θα προσέδιδαν αρώματα δρυός, δεν φιλτράρουν ή φιλτράρουν ήπια και προσθέτουν ελάχιστα ή καθόλου θειώδη, το κύριο συντηρητικό των κρασιών.

 Επιδίωξη τους είναι να αποδώσουν την «ανόθευτη» γεύση του φρούτου και του τόπου συνήθως θυσιάζοντας τη σταθερότητα καθώς οι αυθόρμητες ζυμώσεις και η απουσία θειωδών που αναστέλλουν την οξείδωση και τη δράση βακτηρίων μπορεί να οδηγήσει σε αρώματα και γεύσεις που θα «ξινίσουν» το μέσο καταναλωτή. Επίσης, η απουσία φιλτραρίσματος είναι πιθανό να οδηγήσει σε θολά κρασιά. 

Παρόλα ταύτα, το κίνημα των «φυσικών κρασιών» είναι σημαντικά αυξανόμενο με φανατικούς οπαδούς σε όλο τον κόσμο. Δημιουργούνται μπαρ και εστιατόρια με εξειδίκευση στην κατηγορία και κερδίζουν θέσεις ακόμη και σε πιο παραδοσιακά σημεία πώλησης. Η αίσθηση του καταναλωτή ότι απομακρύνεται από πρόσθετα, ότι γεύεται κάτι πιο παραδοσιακό σε συνδυασμό με το μυστήριο γύρω από το τι ακριβώς είναι ένα «φυσικό κρασί» αλλά και η ίδια η χρήση του όρου «φυσικό», εξάπτουν την όρεξη για ένα αλλά και για περισσότερα ποτήρια.