Όσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότεροι στεκόμαστε λίγη παραπάνω ώρα μπροστά στα ράφια του σούπερ μάρκετ, τσεκάροντας ενδελεχώς, πρωτίστως τις τιμές και δευτερευόντως τα λεγόμενα «ψιλά γράμματα» των προϊόντων. Συστατικά αλλά και θερμίδες είναι βασικά στοιχεία που απασχολούν αρκετά ορισμένους, οι οποίοι φροντίζουν να τα διαβάζουν με προσοχή πριν τα ρίξουν στο καλάθι τους - αν περάσουν το τεστ. Φυσικά, αυτό δεν ισχύει για όλους και κυρίως για τους πολύ βιαστικούς και αυτούς που τελικά δεν δίνουν τόση σημασία στις ετικέτες. 

Σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε από τη βρετανική μη κερδοσκοπική οργάνωση Cochrane και στην οποία συγκεντρώθηκαν τα αποτελέσματα από 25 μελέτες από χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, οι ετικέτες θερμίδων στα προϊόντα του σούπερ μάρκετ, αλλά και τα εστιατόρια - ακόμη και ορισμένα ελληνικά εστιατόρια έχουν ήδη προσαρμοστεί στα διεθνή δεδομένα εντάσσοντας τις θερμίδες των πιάτων στα μενού τους - έχουν μικρό αντίκτυπο στις τελικές επιλογές των καταναλωτών.

Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε, το αποτέλεσμα του να ελέγχει κανείς τις διατροφικές πληροφορίες είναι η μείωση των θερμίδων κατά μόλις 1,8%, που ισοδυναμεί απλώς με την αφαίρεση δύο αμυγδάλων από ένα γεύμα 600 θερμίδων!

Η αναφορά των θερμίδων ωστόσο, στα προϊόντα, όχι μόνο στο σούπερ μάρκετ, αλλά και σε εστιατόρια, είναι υποχρεωτική σε αρκετές χώρες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, όπου η παχυσαρκία κοστίζει στο Εθνικό Σύστημα Υγείας περίπου 6,5 δισεκατομμύρια λίρες ετησίως (περίπου 7.6 δισεκατομμύρια ευρώ), η αναγραφή του ενεργειακού περιεχομένου έγινε υποχρεωτική το 2022 για τα εστιατόρια, τα καταστήματα που λειτουργούν με take away και τις καφετέριες με περισσότερους από 250 υπαλλήλους.

Η αναγραφή των θερμίδων μπορεί να μειώσει την παχυσαρκία

Μια νέα γενιά φαρμάκων για την παχυσαρκία, όπως το Wegovy της Novo Nordisk A/S και το Zepbound της Eli Lilly & Co., αλλάζει τη συζήτηση γύρω από την παχυσαρκία, τις αιτίες της και τον τρόπο θεραπείας της. «Για να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα, η επισήμανση των θερμίδων σε προϊόντα στο εμπόριο και στα εστιατόρια θα πρέπει να συνδυαστεί με στοχευμένα μέτρα για τη βιομηχανία, όπως φόροι και περιορισμοί στο μάρκετινγκ, δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας Gareth Hollands», ερευνητής στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του UCL.

Ο μέτριος αντίκτυπος της αναγραφής των θερμίδων, ο οποίος είναι μικρότερος από ό,τι στα προηγούμενα ευρήματα αντίστοιχης έρευνας, δεν είναι τελικά αμελητέος, σύμφωνα με τον Hollands. Ενδεικτικά, μία μείωση της ημερήσιας κατανάλωσης κατά 24 θερμίδες την ημέρα - περίπου 1% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης για τους ενήλικες -, θα μπορούσε να αποτρέψει την αύξηση του σωματικού βάρους κατά 9 κιλά για όσους είναι ηλικιακά μεταξύ 20 και 40 ετών σε μια δεκαετία, σύμφωνα με έκθεση της βρετανικής κυβέρνησης. Μήπως λοιπόν να το σκεφτούμε λίγο καλύτερα;

Σε πιο healthy φιλοσοφία η Nestle SA

Στο παιχνίδι βέβαια δεν θα μπορούσαν να μην έχουν μπει και οι μεγάλοι παίκτες - εταιρίες τροφίμων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η Nestle SA, η μεγαλύτερη εταιρεία τροφίμων στον κόσμο, έχει «υποστηρίξει» τη διατροφική επισήμανση, όπως δήλωσε εκπρόσωπος σε γραπτές παρατηρήσεις. Η εταιρεία έχει μειώσει τη ζάχαρη και το αλάτι στα προϊόντα της και σχεδιάζει να συνεχίσει τις προσπάθειες αυτές.

Μάλλον κατά της μελέτης στράφηκε και μία βρετανική φιλανθρωπική οργάνωση, η Beat, καθώς όπως αναφέρουν ατομα με διατροφικές διαταραχές μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά ψυχολογικά από τις επιπλέον πληροφορίες που δίνονται στις ετικέτες. 

Για να επιτευχθούν αποτελέσματα από την πρακτική της αναγραφής των θερμίδων θα πρέπει να εξεταστεί ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών, δήλωσε ο Richard Smith, καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Exeter, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα. «Πρέπει να παρέχουμε πληροφορίες, όπως η σήμανση των θερμίδων, παράλληλα όμως με πολιτικές για την τιμολόγηση και το γενικότερο πλαίσιο του τρόπου κατανάλωσης του συγκεκριμένου προϊόντος, όπως για παράδειγμα η διαμόρφωση των μερίδων, με συντονισμένο τρόπο, αν θέλουμε πραγματικά να βελτιώσουμε τη διατροφή των ανθρώπων», καταλήγει.

Πηγή: The Washington Post