Έχεις αναρωτηθεί ποτέ ποια είναι η ιδανική θερμοκρασία σερβιρίσματος της μπίρας; Η πιθανότερη απάντηση είναι «όχι», αφού οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, έχουμε στο μυαλό μας ότι η μπίρα πρέπει να φτάνει στο τραπέζι κρύα και σερβιρισμένη σε ένα ήδη παγωμένο ποτήρι. Ή τέλος πάντων, όσο πιο κρύα γίνεται.
Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα απ’ όσο φαντάζεσαι. Το βέβαιο είναι ότι όντως η μπίρα πρέπει να είναι κρύα και αυτή είναι μία κοινή παραδοχή. Το «όσο το δυνατόν πιο κρύα» όμως, δεν είναι σωστό.
Η απάντηση στο ερώτημα ποια είναι η ιδανική θερμοκρασία σερβιρίσματος, έχει να κάνει κυρίως με το είδος της μπίρας. Ίσως έχεις προσέξει άλλωστε ότι σε συγκεκριμένες μάρκες αναγράφεται η προτεινόμενη θερμοκρασία ακόμη και στο μπουκάλι. Για παράδειγμα, οι αμερικανικές stout - αυτές με την πολύ πλούσια, γεμάτη, ίσως για κάποιους και βαριά γεύση - προτείνεται να σερβίρονται στους 10°C με 12°C, ενώ οι lager σε αρκετά πιο δροσερή εκδοχή, στους 4°C με 7°C.
Τα πράγματα διαφέρουν ακόμη και από μάρκα σε μάρκα, με τις ζυθοποιίες να προτείνουν την κατάλληλη θερμοκρασία για κάθε τους μπίρα, ενώ τέλος, στον κόσμο της εστίασης, σίγουρα κάθε κατάστημα συντηρεί διαφορετικά τις μπίρες που προσφέρει.
Ωραία όλη αυτή η θεωρία, όμως τα πράγματα στην πράξη, είναι πολύ διαφορετικά. Όλοι μπορούμε να φανταστούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των bars και εστιατορίων δεν δίνει και τόση σημασία σε αυτές τις λεπτομέρειες και αρκούνται απλώς στο να παγώνουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη μπίρα σε απλά ή - στην καλύτερη περίπτωση - σε ειδικά για μπίρα, ψυγεία. Ακόμη περισσότερο στο σπίτι το πιο πιθανό είναι ότι η μπίρα παγώνει στο ράφι του ψυγείου σου, δίπλα στο δοχείο της φέτας, οπότε δεν έχεις τη δυνατότητα για τέτοιες «πολυτέλειες».
Τελικά, αυτό που πρέπει να κρατήσεις είναι το εξής: Αφενός ότι η όσο το δυνατόν χαμηλότερη θερμοκρασία σερβιρίσματος δεν αποτελεί νόμο, αφού έχει να κάνει με το είδος της μπίρας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, αφετέρου ότι οι επαγγελματίες της εστίασης, αλλά και οι λάτρεις της μπίρας εν γένει, αξίζει να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στην αναζήτηση της θερμοκρασίας που «ζητά» κάθε είδος, ώστε να τη γευθούν στην καλύτερη εκδοχή της.