Δεν ξέρω γιατί, αλλά έχω λατρεία σε όλα εκείνα τα στενά και τα στενάκια μεταξύ Συντάγματος και Μοναστηρακίου. Τα ανακάλυψα έφηβη και από τότε δεν βαριέμαι ποτέ να τα περπατάω και να ανακαλύπτω τι καινούριο έχει ανοίξει. Πόσα μπαρ, εστιατόρια, ταράτσες με θέα, μεζεδοπωλεία, καφέ, all day, σουβλατζίδικα, φαλαφελάδικα, λουκουματζίδικα, μεξικάνικα, βιετναμέζικα και πιο πρόσφατα, Airbnb διαμερίσματα και μπουτίκ ξενοδοχεία δεν έχουμε δει να ξεφυτρώνουν ανάμεσα από καταστήματα υφασμάτων, δερμάτινων και ειδών ραπτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Άλλο ένα τέτοιο μαγαζί - μια από τα ίδια - νόμιζα ότι θα βρω στη στοά Καΐρη που ξεκίνησα να πάω μια Κυριακή μεσημέρι, αλλά - ευτυχώς - έπεσα έξω.
Η οδός Καΐρη είναι ένα κάθετο στενάκι στην πάνω πλευρά της Αθηνάς, απέναντι από του Ψυρρή, κάπου μεταξύ πλατείας Μοναστηρακίου και Βαρβακείου Αγοράς, καράκεντρο δηλαδή. Ωστόσο, αν κάνεις μερικά βήματα από την Αθηνάς και στρίψεις αριστερά βρίσκεσαι στην είσοδο της στοάς Καΐρη. Μια μαγική, μυστική στοά που μόλις τη διαβείς, νιώθεις πως μπαίνεις σε ένα παράλληλο, προστατευμένο σύμπαν. Στο επιβεβαιώνει το γυάλινο σπέπαστρο που αφήνει τις μεσημεριανές ακτίδες του ήλιου να μπαίνουν ανεμπόδιστα, αλλά ρίχνει στο μηδέν τα volume της βαβούρας της πόλης. Βαδίζοντας πάνω στα παλιά μωσαϊκά, τ’ αυτί μου πιάνει λαϊκές νότες, ναι, ο Βοσκόπουλος δίνει πόνο και η Μαρινέλα του κάνει δεύτερες. Προσπερνάω το κατάστημα με τα είδη συσκευασίας και φτάνω στο Καΐρειον.
Αυτό είναι το όνομα του μαγαζιού. Το λάτρεψα αμέσως μαζί και την ταμπέλα του, γιατί και το δυο μου βγάζουν παλιά αίγλη και ποιότητα. Συμπάθησα τις γλάστρες με τα καταπράσινα φυτά, τα ανοιχτόχρωμα τραπέζια, τις μεταλλικές καρέκλες, τις σόμπες που κρατούσουν τον χώρο ζεστό και εκείνες τις δυο αντλίες βενζίνης που στα βαθειά γεράματά τους έγιναν ένα τόσο ευφάνταστο ντεκόρ για το ολοκαίνουριο εστιατόριο.
Ο χώρος παλιά ήταν καφενείο και αποτελούσε σημείο συνάθροισης και τσιμπολογήματος των γύρω μαγαζατόρων. Όταν έκλεισε, στη στοά έπεσε βαριά σιωπή, ιδιαίτερα τα απογεύματα που τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Μέχρι που ο Γιάννης Γεωργιάδης, ο Γιώργος Κώστογλου και η Χρύσα Σκουρλή μετέτρεψαν το παλιό καφενείο σε ένα σύγχρονο cosi εστιατόριο και όλα γέμισαν φως, χρώμα, κόσμο, μουσικές και καλό φαγητό με λόγο και ουσία. Ο χώρος αποπνέει χαλαρότητα και αυθεντικότητα και χωρίς να θέλει να σε εντυπωσιάσει, σε κάνει να νιώθεις άνετα, σαν στο σπίτι σου.
Το μενού υπογράφει ο σεφ Γιώργος Νούσιας και είναι ένα όμορφο ψηφιδωτό πρώτων υλών, απλών μα ουσιαστικών συνταγών, κρασιών και αποσταγμάτων ελληνικής προέλευσης. Θα ξεκινήσω από το ψωμί. Αν παραγγείλεις το προζυμένιο καρβελάκι τους αργής ωρίμασης, θα το παραγγείλεις ξανά και ξανά γιατί είναι τόσο τραγανό και νόστιμο που δεν θα κρατηθείς. Ιδιαίτερα αν το συνοδεύσεις με την ποικιλία των τριών σπάνιων ελληνικών τυριών (Κυανό, ελληνικό μπρι από την Εύβοια και παλαιωμένη γραβιέρα Κιμώλου) όπως εμείς. Πολύ καλή η σαλάτα με τα ντοματίνια - μέλι, τη φέτα Τριπόλεως, το χαρουποπαξίμαδο τις ελιές και τα κρίταμα.
Τα ντολμαδάκια τους που συνοδεύονται από αγιολί μοσχολέμονου είναι ονειρεμένα, οι πατάτες τους κομμένες στο χέρι, φρεσκοτηγανισμένες και κρατσανιστές, αρωματισμένες με σουμάκ και ρίγανη, η τυροκαυτερή αληθινή με φέτα Τρίπολης ΠΟΠ και πικάντικη όπως πρέπει, και το μυξινάρι (φιλέτο ημίπαστου κέφαλου από το Μεσολόγγι, την ιδιαίτερη πατρίδα του σεφ) αρτυμένο με τσίλι, κόλιανδρο και λάιμ, πραγματικά το κάτι άλλο. Ιδιαίτερη μνεία στην ορφανή μακαρονάδα, που όμως είναι βρασμένη σε ζωμό από όστρακα και τόσο υπέροχα σκορδάτη -ένα πιάτο απλό και απέριττο, μα τόσο νόστιμο και μεγαλειώδες.
Το αχνιστό ψάρι με τα χόρτα ήταν νόστιμα μαγειρεμένο με πλούσιο αυγολέμονο. Τα κρεατοφαγικά πιάτα του καταλόγου τα δοκίμασα σε δύο δόσεις, γιατί σε λιγότερο από εβδομάδα επέστρεψα με νέα παρέα. Έχουμε και λέμε: Τα τσεβάπ, είναι κάτι ανάλαφρα κεμπαπάκια σχάρας, ζουμερά και καλοψημένα που συνοδεύονται από χειροποίητες πιτούλες, γιαούρτι πρόβειο και μαϊντανοσαλάτα. Στα συστήνω ανεπιφύλακτα. Εξαιρετικό το λουκάνικο προβατίνας του Στάικου, συνοδεύεται από πουρέ πατάτας και ξινολάχανο - αν είσαι φίλος, πάνω του! Τα φιλετάκια λαιμού μαύρου χοίρου bio είναι υπέροχα ψημένα στη σχάρα και συνοδεύονται από σάλτσα καρότο - πιπερόριζα και ψητές πιπεριές. Υπερνόστιμα και τα μοσχαρίσια μάγουλα με κριθαράκι και τριμμένη μυζήθρα. Από γλυκά έχεις δυο επιλογές: πορτοκαλόπιτα με παγωτό καφέ - κάρδαμο και γκανάς σοκολάτας με αφρίνα, φιστίκι Αιγίνης και ελαιόλαδο. Εγώ ψήφισα το δεύτερο και δεν βγήκα χαμένη...
Με άλλα λόγια, το Καΐρειον είναι από τα μαγαζιά που εύκολα μπορείς να κάνεις στέκι σου γιατί είναι ξώχαρο, αγαπησιάρικο, νόστιμο και αληθινό. Πότε για ένα τσίπουρο και δυο τρεις μεζέδες, πότε για φαγητό, πότε για ένα ποτήρι κρασί και λίγο από το θεϊκό τους ψωμοτύρι.
Καΐρειον
Στοά Καΐρη 6, Αθήνα
Τηλέφωνο: 2103315871
Ωράριο λειτουργίας: Τρίτη-Παρασκευή 17:00-00:00, Σάββατο 14:30-00:00, Κυριακή 13:00-21:00
Τιμή: 20-35 ευρώ / άτομο χωρίς κρασί