Έχεις παρατηρήσει ποτέ να έχεις εφιάλτες το βράδυ αφού έχεις φάει γιαούρτι ή κάποιο γαλακτοκομικό για βραδινό; Θα μου πεις «τι σχέση έχει το ένα με το άλλο;». Κι όμως, Καναδοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα δυσάρεστα όνειρα που διαταράσσουν τον ύπνο σου και τη δυσανεξία στη λακτόζη, κατά πάσα πιθανότητα λόγω της δυσπεψίας που αυτή προκαλεί.
Άλλωστε, γενικώς, οτιδήποτε διαταράσσει το πεπτικό μας σύστημα και τη λειτουργία του τις βραδινές ώρες επηρεάζει την ποιότητα του ύπνου, είτε αυτό εμφανίζεται μέσα από καούρες, είτε βάρος και πόνο στο στομάχι, είτε φούσκωμα στο έντερο. Όμως ότι όλο αυτό μπορεί να προκαλέσει εφιάλτες, ομολογώ πως δεν το είχα σκεφτεί.
Για τις ανάγκες της εν λόγω μελέτης, που έχει δημοσιευθεί στην επιστημονική επιθεώρηση Frontiers in Psychology, ψυχολόγοι πήραν συνεντεύξεις από 1.082 φοιτητές του πανεπιστημίου Μακγιούαν στον Καναδά. Οι ερωτήσεις είχαν να κάνουν με την ποιότητα του ύπνου και τη διατροφή τους, με στόχο να εντοπιστεί η σύνδεση μεταξύ των δύο.
Με βάση τα ευρήματα, 4 στους 10 πιστεύουν ότι τα τρόφιμα που καταναλώνουν επηρεάζουν την ποιότητα του ύπνου τους. Το 24,7% μάλιστα δήλωσε ότι αυτός ο αντίκτυπος είναι προς το κακό. Ακόμη, ένα 5,5% υποστήριξε ότι το είδος του φαγητού επηρεάζει τα όνειρά του.
Όσον αφορά τώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή τα γαλακτοκομικά, το ποσοστό που δήλωσε ότι η κατανάλωσή τους το βράδυ επηρεάζει τα όνειρά τους (15,7%) προσέγγισε αυτό που υποστήριξε το ίδιο πράγμα αλλά για τα ζαχαρώδη σνακ και επιδόρπια (22,75%).
Αντίθετα, όπως είναι εύλογο, οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι τα φρούτα, τα λαχανικά και τα αφεψήματα συμβάλλουν σε έναν καλό ύπνο.
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, αλλά και λαμβάνοντας υπόψιν τις τροφικές δυσανεξίες των ερωτηθέντων, οι επιστήμονες κατέληξαν ότι οι εφιάλτες συνδέονται στενά με τη δυσανεξία στη λακτόζη, μέσω βέβαια των συμπτωμάτων και των ενοχλήσεων που αυτή προκαλεί. Με τη σειρά τους αυτές οι ενοχλήσεις προκαλούν αρνητικά συναισθήματα και κατ' επέκτασιν, εφιάλτες.
Η μελέτη ανέφερε πάντως ότι είναι αναγκαίο να γίνει επιπρόσθετη έρευνα, με μεγαλύτερο και πιο ποικίλο δείγμα εθελοντών, ώστε να επιβεβαιωθούν τα παραπάνω συμπεράσματα.