Πολλά λέγονται για τα φυτικά ροφήματα που κυκλοφορούν στην αγορά, όμως η αλήθεια είναι πως όλο και περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται σε αυτά, είτε λόγω δημοφιλίας της vegan διατροφής, είτε για περιβαλλοντικούς λόγους, στο πλαίσιο της βιώσιμης διατροφής. Αμυγδάλου, σόγιας, βρώμης - τα φυτικά «γάλατα» υπόσχονται ελαφρύτερη διατροφή, μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και συχνά, πρόσθετα οφέλη για την υγεία.

Μία νέα μελέτη που διεξήχθη από τα εργαστήρια Χημείας, Βιοχημείας, Φυσικοχημείας Τροφίμων του Χαροκοπείου και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, μελέτησε αυτή τη φορά την παρουσία και τη συγκέντρωση των φαινολικών ενώσεων, δηλαδή των φυσικών φυτικών συστατικών με ισχυρή αντιοξειδωτική δράση και πιθανές ευεργετικές επιδράσεις για την υγεία στα φυτικά γάλατα. Μία πτυχή τους δηλαδή που μέχρι τώρα δεν είχε μελετηθεί.

Τα φυτικά ροφήματα είναι πλούσια σε φαινολικές ενώσεις 

Οι φαινολικές ενώσεις είναι ουσίες που βρίσκουμε στα φυτά και περιλαμβάνουν φλαβονοειδή, φαινολικά οξέα και ισοφλαβόνες, που συμβάλλουν στην προστασία από την οξείδωση, τη φλεγμονή και τις καρδιοπάθειες. Τέτοιες ουσίες είναι γνωστό ότι περιλαμβάνονται σε τρόφιμα όπως το ελαιόλαδο και τα φρούτα. Η νέα μελέτη όμως, τις εντοπίζει και στα φυτικά ροφήματα.

Οι ερευνητές μελέτησαν 28 διαφορετικά είδη τους, που διατίθενται στην ελληνική αγορά, μεταξύ των οποίων προϊόντα με βάση το αμύγδαλο, τη σόγια, το καρύδι, την καρύδα, τη βρώμη και το ρύζι.

Καταρχάς, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι τύποι φυτικών ροφημάτων είχαν ανιχνεύσιμες φαινολικές ενώσεις. Από εκεί και πέρα όμως, μεταξύ τους υπήρξαν αρκετές διαφορές. 

Τα ροφήματα βρώμης έδειξαν το υψηλότερο συνολικό περιεχόμενο φαινολών, ειδικά υδροξυκινναμικών οξέων όπως η τρανς-χλωρογενικό και η νεοχλωρογενικό οξύ. 

Στα ροφήματα αμυγδάλου, οι συγκεντρώσεις συνολικά ήταν χαμηλότερες αλλά οι ενώσεις ήταν πιο διασκορπισμένες και υπήρξε μεγαλύτερη ποικιλία, όσον αφορά σε αυτές. 

Στα ροφήματα σόγιας εντοπίστηκαν ισοφλαβόνες όπως η δαϊδεΐνη, η γενιστεΐνη και η γλυκιτεΐνη, ενώ, τέλος, τα ροφήματα καρύδας είχαν γενικά χαμηλά επίπεδα φαινολικών ενώσεων, εκτός ορισμένων όπως η κερσετίνη και η βανιλίνη. 

Υπήρξε επίσης μεγάλη διακύμανση ανά μάρκα ή τύπο ροφήματος, ως προς τις συγκεντρώσεις των ενώσεων, υποδεικνύοντας ότι ο τρόπος επεξεργασίας, τα πρόσθετα και η σύνθεση επηρεάζουν σημαντικά το τελικό προφίλ. Δηλαδή, ακόμη και η παρουσία γλυκαντικών ή αρωματικών ουσιών, επηρεάζει τη συγκέντρωση των ενώσεων αυτών. 

Σύμφωνα με τη μελέτη, η μεγάλη διακύμανση μεταξύ προϊόντων της ίδιας κατηγορίας υπογραμμίζει την αναγκαιότητα διαφάνειας στις ετικέτες και ενδεχομένως κανονισμών που να επιβάλλουν τυποποίηση στο φαινολικό περιεχόμενο.